ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 18 Φεβρουαρίου 2012

Η αξιοποίηση της βιβλιοθήκης στο νηπιαγωγείο ως μέσο για την εκπλήρωση στόχων του προγράμματος σπουδών της Γλώσσας.


Νικολέττα Γκλιάου-Χριστοδούλου/ Σύμβουλος Προσχολικής Αγωγής Π.Ι.
Γουργιώτου ¨Εφη/ Πάρεδρος ε.θ. Π.Ι.


Η αξιοποίηση της βιβλιοθήκης στο νηπιαγωγείο ως μέσο για την εκπλήρωση στόχων του προγράμματος σπουδών της Γλώσσας.

Γενικά

Τις τελευταίες δεκαετίες έχουν γίνει σημαντικές έρευνες  ( Clay 1991, Goodman, 1986, Sulzby, 1991) οι οποίες έχουν συμβάλει στην ανάπτυξη της προοπτικής του αναδυόμενου γραμματισμού για την αρχική εκμάθηση της ανάγνωσης και της γραφής. Ο γραμματισμός σύμφωνα με αυτή την προοπτική προκύπτει από την παρατήρηση και τη συμμετοχή του παιδιού σε σκόπιμες πρακτικές ανάγνωσης και γραφής τόσο στο σπίτι, όσο και σε άλλα περιβάλλοντα. Πολλοί θεωρητικοί ισχυρίζονται ότι τα παιδιά που μεγαλώνουν σε περιβάλλοντα εγγραμματισμού μαθαίνουν γρηγορότερα από τα άλλα να διαβάζουν και να γράφουν (Hurley, 1998).
O γραπτός λόγος αποτελεί μέρος της πραγματικότητας του παιδιού . Από πολύ μικρά τα παιδιά έρχονται σε επαφή με το γραπτό λόγο που συναντούν στον κοινωνικό τους περίγυρο ,διαμορφώνουν  αντιλήψεις, εμπειρίες, προσωπικές πεποιθήσεις και αποκτούν ένα μεγάλο μέρος των δεξιοτήτων ανάγνωσης και γραφής .
Οι απόψεις αυτές απετέλεσαν μια πρόκληση στις περισσότερο συμβατικές ιδέες της ετοιμότητας για μάθηση , οι οποίες δίνουν έμφαση σε οπτικές και αντιληπτικές πτυχές στη διαδικασία ανάγνωσης και γραφής ,μια διαδικασία δηλαδή κωδικοποίησης και αποκωδικοποίησης συμβόλων (Pearson and Stephens,1992), καθώς και σε ένα όριο πριν από το οποίο η διδασκαλία της ανάγνωσης και γραφής δεν μπορεί να αποδώσει (Παπούλια, 1993, Τάφα 2001). Οι νέες αντιλήψεις αντιμετωπίζουν την ανάγνωση και τη γραφή ως διαδικασίες που απαιτούν σκέψη για την κατασκευή νοήματος και την κατανόηση. Στο πλαίσιο αυτό έχει διαμορφωθεί η πεποίθηση ότι τα παιδιά πρέπει να έχουν πρόσβαση σε ένα περιβάλλον εγγραμματισμού που βοηθά στην εξέλιξη των δεξιοτήτων τους, καθώς και στην ένσκοπη χρήση της προφορικής γλώσσας και τη βίωση της με τρόπο που καθιστά δυνατή τη δημιουργία νοήματος.
Η συμβολή των γονιών στην κατάκτηση του αλφαβητισμού θεωρείται σημαντική (Γιαννικοπούλου, 1998) αφού κοντά τους  τα παιδιά αποκτούν πολλές και βασικές γνώσεις και εμπειρίες , ενώ η στάση τους καθορίζει σε μεγάλο βαθμό την ποιότητα και την ποσότητα αυτών των γνώσεων. Η ανάγνωση βιβλίων από τους γονείς οδηγεί στη γνώση τρόπων πρόσληψης νοήματος από το περιβάλλον και αποτελεί συγχρόνως σημαντικό γεγονός γραμματισμού που βοηθά στη δημιουργία προτύπων συμπεριφοράς. Η ανάγνωση βιβλίων προτείνεται και στο Πρόγραμμα Σπουδών για τη Γλώσσα στο νηπιαγωγείο. To να διαβάζουμε στα παιδιά προσχολικής ηλικίας είναι πολύ χρήσιμο, διότι τα παιδιά αντιλαμβάνονται τον τύπο και τη δομή του γραπτού λόγου (Teale, 1984), ενώ αναπτύσσουν συγχρόνως γλωσσικές δεξιότητες, δεξιότητες γραμματισμού και ικανότητα σκέψης (Block, 1999). Το πρόγραμμα προσπαθεί γενικά να ενθαρρύνει και να υποστηρίξει την εξοικείωση των παιδιών με όλες τις εκφάνσεις της γλώσσας που αφορούν τον προφορικό και γραπτό λόγο, αφού η σχέση που αναπτύσσεται με την ανάγνωση και τη γραφή στα πρώτα χρόνια της ζωής του παιδιού στο νηπιαγωγείο θεωρείται καθοριστική για τη μελλοντική σχολική εξέλιξη. Στην ανάπτυξη του καθημερινού προγράμματος για το νηπιαγωγείο προσφέρονται πολλές ευκαιρίες για την προώθηση γλωσσικών γνώσεων και ικανοτήτων καθώς η μαθησιακή διαδικασία που προτείνεται στηρίζεται στην ενίσχυση και ενθάρρυνση ενός διαλόγου αλληλεπίδρασης μεταξύ παιδιών και εκπαιδευτικού, αλλά και παιδιών μεταξύ τους. Ουσιαστικό ρόλο στο μαθησιακό περιβάλλον γραπτού λόγου, αλλά και στην ανάπτυξη της φιλαναγνωσίας είναι η σωστή οργάνωση και λειτουργία της σχολικής βιβλιοθήκης.
Η γωνιά της βιβλιοθήκης πρέπει να είναι ένας φωτεινός, ήσυχος, καλαίσθητος, ελκυστικός χώρος, εύκολος στην πρόσβαση των παιδιών (Παπανικολάου1989, Τάφα-Φραγκιά 2001, Γκλιάου 2003), ο οποίος να καλύπτει πληροφοριακές, μορφωτικές , ψυχαγωγικές ανάγκες των παιδιών (Σπινκ, 1990) και να μπορεί να αξιοποιηθεί για την ανάπτυξη πολλών δραστηριοτήτων, όπως ανάδυση δεξιοτήτων ανάγνωσης και γραφής. Στο πρόγραμμα προτείνεται ο εμπλουτισμός της γωνιάς της βιβλιοθήκης με ποικιλία βιβλίων (λογοτεχνικά, βιβλία γνώσεων, λεξικά, παιδικές εγκυκλοπαίδειες) διαφορετικά είδη εντύπων και κειμένων και η  διαμόρφωση γενικά ενός περιβάλλοντος πλούσιου σε ερεθίσματα λειτουργικής ανάγνωσης. Η ύπαρξη αναπαυτικών καθισμάτων στο χώρο, η ποικιλία και η ποιότητα των βιβλίων, η συχνότητα της ανάγνωσης,  η χρονική στιγμή που επιλέγεται για τη συγκεκριμένη δραστηριότητα, η τοποθέτησή των βιβλίων  με τρόπο που να είναι προσβάσιμος και ελκυστικός στα παιδιά, η συχνή ανανέωσή τους ώστε να μη τα βαριούνται οι μικροί αναγνώστες, η πραγματοποίηση δραστηριοτήτων αποτελούν παράγοντες που επηρεάζουν θετικά ή αρνητικά τον αριθμό των παιδιών που επισκέφτονται τον συγκεκριμένο χώρο και συνεπώς επωφελούνται από τη χρήση του. Ο τρόπος επίσης με τον οποίο γίνεται η ανάγνωση βιβλίων και η συζήτηση που ακολουθεί με τα παιδιά παίζει σημαντικό ρόλο κυρίως στην ανάπτυξη των εκφραστικών τους δεξιοτήτων (Whitehurst et al, 1994).
Η καθιέρωση της δανειστικής βιβλιοθήκης, η οποία  προτείνεται στο Πρόγραμμα Σπουδών για τη Γλώσσα, είναι σημαντική γιατί προσφέρει στα παιδιά δυνατότητες για την προώθηση δραστηριοτήτων γραφής και ανάγνωσης που έχουν λειτουργικό σκοπό , αφού εξυπηρετούν προσωπικές ανάγκες των παιδιών, όπως π,χ. συμπλήρωση καρτέλας για δανεισμό του βιβλίου. Επιπροσθέτως εμπλέκει και τους γονείς στη μαθησιακή διαδικασία. Οι γονείς δε νιώθουν αποκλεισμένοι από το σχολείο αφού οι εκπαιδευτικοί συνεργάζονται μαζί τους και προσπαθούν να εδραιώσουν τη σχέση που προωθείται στο σχολείο ανάμεσα στο παιδί και το βιβλίο,  υποδεικνύοντάς στους γονείς τρόπους προσέγγισης των βιβλίων στο σπίτι.
Για την οργάνωση και λειτουργία της σχολικής  βιβλιοθήκης  έχουν πραγματοποιηθεί διάφορες ερευνητικές εργασίες (Αναγνωστόπουλος 1989, Καψάλης 1989, Αγγελοπούλου 1989). Ειδικότερα για το νηπιαγωγείο, σε έρευνα που έχει διεξαχθεί (Τάφα, 2001β) έχει αξιολογηθεί η οργάνωση της βιβλιοθήκης στην προσχολική τάξη  και  έχει καταγραφεί το είδος των δραστηριοτήτων που πραγματοποιούνται στη βιβλιοθήκη κατά την ώρα των ελεύθερων δραστηριοτήτων και  το είδος και η συχνότητα των δραστηριοτήτων με επίκεντρο τα βιβλία που πραγματοποιούνται στο νηπιαγωγείο κατά τη διάρκεια της ημέρας στο πλαίσιο του προγράμματος για την ανάδυση του γραπτού λόγου.
Η δική μας μελέτη εστιάζεται στην προσπάθεια  να ερευνήσουμε την αξιοποίηση της βιβλιοθήκης στο νηπιαγωγείο ως μέσο για την εκπλήρωση στόχων του Προγράμματος Σπουδών για τη Γλώσσα. Η έρευνα μας επικεντρώνεται σε μια συγκεκριμένη εκπαιδευτική περιφέρεια – τη 2η περιφέρεια προσχολικής αγωγής- όπου οι εκπαιδευτικοί έχουν ευαισθητοποιηθεί από την αρχή σχεδόν της σχολικής χρονιάς από τη σχολική Σύμβουλο κ. Μπατσούτα Μαρία σε θέματα οργάνωσης και λειτουργίας της βιβλιοθήκης στο νηπιαγωγείο. Η Σχολική σύμβουλος αρχικά με επιστολή στις εκπαιδευτικούς της περιφέρειάς της και με προσωπικές συναντήσεις στη διάρκεια της χρονιάς ,αφού τόνισε το ρόλο της βιβλιοθήκης γενικά στο καθημερινό πρόγραμμα του νηπιαγωγείου, και ειδικότερα τη συμβολή της στην ανάδυση του γραπτού λόγου ζήτησε από τις εκπαιδευτικούς να οργανώσουν και να λειτουργήσουν –όπου δεν υπήρχε-βιβλιοθήκη και επέμεινε ιδιαίτερα στη λειτουργία της δανειστικής βιβλιοθήκης.
Συγκεκριμένα στην  ερευνητική μας προσπάθεια με ερωτηματολόγιο που απευθύναμε στις νηπιαγωγούς στο τέλος της σχολικής χρονιάς προσπαθούμε να διερευνήσουμε :
·       Τον τρόπο οργάνωσης της βιβλιοθήκης (εξοπλισμός, ταξινόμηση και ανανέωση βιβλίων,  υποστηρικτικό περιβάλλον εγγραμματισμού, τρόπος τοποθέτησης βιβλίων)
·       Τον τρόπο λειτουργίας της βιβλιοθήκης (συχνότητα ανάγνωσης, χώρος συγκέντρωσης, χρονική στιγμή ανάγνωσης στη διάρκεια του προγράμματος, επισήμανση στοιχείων ταυτότητας του βιβλίου, εναλλαγή αφηγητών, είδος προτιμώμενου αναγνώσματος, πραγματοποίηση μεταφηγηματικών  δραστηριοτήτων
·       Τον τρόπο λειτουργίας της δανειστικής βιβλιοθήκης (σύνταξη καρτέλας δανεισμού, ενημέρωση, τρόπος καταγραφής καρτέλας, συνεργασία σχολείου-οικογένειας) .


Δείγμα

Οι εκπαιδευτικοί που απετέλεσαν το δείγμα (193 άτομα )  ), όπως προκύπτει από τη στατιστική ανάλυση είναι στην πλειονότητά τους (87%) ηλικίας από 34-55ετών. Οι μισές περίπου ( 46% ) έχουν από 1-20 χρόνια υπηρεσίας, ενώ οι υπόλοιπες (54%) έχουν περισσότερο από 20 χρόνια. Η πλειοψηφία του δείγματος (70%) έχει σπουδές στη Σχολή Νηπιαγωγών  και πολύ  λιγότερες ( 30%) έχουν  φοιτήσει στο πανεπιστήμιο. Μικρός είναι ο αριθμός αυτών που διαθέτουν Πτυχίο εξομοίωσης (11%), ενώ οι περισσότερες έχουν παρακολουθήσει κάποιο σεμινάριο(62%) ή ΠΕΚ (45%). Η κατανομή του δείγματος ως προς την υπηρεσιακή κατάσταση έδειξε ότι οι περισσότερες ( 80%) αποτελούν άτομα με οργανική θέση στο σχολείο που υπηρετούν, ενώ μικρός είναι ο αριθμός αυτών που   βρίσκεται στο σχολείο με απόσπαση (9%) ή εργάζονται ως αναπληρωτές (7,4%).

Αποτελέσματα

Όπως προκύπτει από τη στατιστική ανάλυση του δείγματος σε όλα τα νηπιαγωγεία (100%) υπάρχει γωνιά βιβλιοθήκης. Το ¼ των βιβλιοθηκών  περίπου (26,4%)είναι εξοπλισμένες με πολλά και ενδιαφέροντα βιβλία σε συνδυασμό με τραπέζι και αναπαυτικά καθίσματα, ενώ σε μικρότερο ποσοστό η βιβλιοθήκη (20,2%) εκτός από τον παραπάνω συνδυασμό διαθέτει και σωστά ταξινομημένα βιβλία. Υπάρχουν ωστόσο και κάποιες βιβλιοθήκες((18,7%) που δε διαθέτουν ούτε αναπαυτικά καθίσματα, ούτε σωστά ταξινομημένα βιβλία .
Οι μισές περίπου βιβλιοθήκες (52%) είναι εξοπλισμένες με λογοτεχνικά βιβλία και βιβλία γνώσεων. Μικρό είναι το ποσοστό των βιβλιοθηκών (9,8%)που διαθέτουν μόνο λογοτεχνικά βιβλία , άλλες μορφές εντύπων (11,9%) ή ηχοιστορίες (4,6%). Η νηπιαγωγός είναι συνήθως το πρόσωπο (40,9%) που επιλέγει τα βιβλία που πλαισιώνουν τη γωνιά της βιβλιοθήκης, ενώ σε μικρότερο ποσοστό  (22,3%) η επιλογή αυτή είναι αποτέλεσμα συνεργασίας εκπαιδευτικού παιδιών  ή εκπαιδευτικού γονιών (13,5%).Η κατανομή του δείγματος σε ότι αφορά τον τρόπο ταξινόμησης των βιβλίων της βιβλιοθήκης «με τυχαίο τρόπο», «κατά θεματική ενότητα», «ανάλογα με το ειδολογικό τους περιερχόμενο», «ανάλογα με τη μορφή τους» είναι σχεδόν ομοιόμορφη. Το αποτέλεσμα αυτό δεν μας επιτρέπει να διακρίνουμε ποιος είναι ο επικρατέστερος τρόπος ταξινόμησης. Η πλειονότητα των νηπιαγωγών (83,9%) επιλέγει να τοποθετήσει τα βιβλία στη βιβλιοθήκη με «προβολή των εξώφυλλων», ενώ μικρό είναι το ποσοστό εκείνων (11,5%)που επιλέγουν να τα τοποθετήσουν με τη ράχη προς τα έξω. Οι περισσότεροι νηπιαγωγοί (83,9%) εκθέτουν μέρος κι όχι το σύνολο των βιβλίων που διαθέτουν στη γωνιά της βιβλιοθήκης, ενώ λιγότερες είναι εκείνες (16,1%) που εκθέτουν εξαρχής το σύνολο . Η ανανέωση των βιβλίων εξαρτάται από το ενδιαφέρον των παιδιών (34,2%) ή γίνεται από τη νηπιαγωγό ¨δυο φορές το χρόνο (21%). Υπάρχουν ωστόσο και περιπτώσεις όπου η ανανέωση γίνεται κάθε μήνα (9,8%) ή και συχνότερα. Στην πλειονότητα των νηπιαγωγείων (82,2%) παρατηρούνται είδη γραπτού λόγου και γραπτών μηνυμάτων στον περιβάλλοντα χώρο της βιβλιοθήκης. Συχνότερη είναι η χρήση αφισών (58,5%), και ακολουθούν κατάλογοι εκδοτικών οίκων (10,9%), διαφημιστικά έντυπα (6,2%), χάρτες (5,7%) ή άλλο υλικό (18,7).Οι ανάγκες των παιδιών και το αναλυτικό πρόγραμμα(15,5%)  υπήρξαν , σύμφωνα με τις δηλώσεις των ερωτηθέντων, οι κυριότερες αφορμές για τη δημιουργία της γωνιάς της βιβλιοθήκης. Οι υποδείξεις της σχολικής συμβούλου σε συνδυασμό με τις ανάγκες των παιδιών (14,5%) και η προσωπική επιθυμία-πρωτοβουλία των ιδίων σε συνδυασμό με το αναλυτικό πρόγραμμα (14%)  επηρέασαν επίσης ένα σημαντικό ποσοστό των εκπαιδευτικών για την οργάνωση και λειτουργία  της συγκεκριμένης γωνιάς. Ωστόσο ανεξάρτητα από την αφορμή δημιουργίας της , όλοι σχεδόν οι ερωτηθέντες (96,4%)εκφράζουν την άποψη ότι η αξιοποίηση της βιβλιοθήκης εξυπηρετεί στόχους του προγράμματος της Γλώσσας.
Όπως προκύπτει από τη στατιστική ανάλυση οι μισοί νηπιαγωγοί (50%) χρησιμοποιούν τη βιβλιοθήκη δυο-τρεις φορές την εβδομάδα. Ένα σημαντικό ποσοστό (28%) δηλώνει ότι την χρησιμοποιεί καθημερινά, ενώ μικρότερος είναι ο αριθμός των εκπαιδευτικών (15,6%) που τη χρησιμοποιεί μια φορά την εβδομάδα ή λιγότερο (6,3%). Η γωνιά της συζήτησης σε μεγάλο ποσοστό (70%) κι όχι της βιβλιοθήκης (20%) αποτελεί το χώρο συγκέντρωσης και ανάγνωσης βιβλίων στα περισσότερα νηπιαγωγεία, ενώ ελάχιστοι πραγματοποιούν τη συγκεκριμένη δραστηριότητα σε άλλη γωνιά ή στον αύλειο χώρο του σχολείου. Οι διαθέσιμες απαντήσεις των ερωτηθέντων και οι συνδυασμοί αυτών όσον αφορά τη χρονική στιγμή που διαβάζονται τα βιβλία στη διάρκεια του ημερήσιου προγράμματος εμφανίζονται σχεδόν ομοιόμορφα. Δεν εμφανίζεται δηλαδή κάποια απάντηση σε μεγαλύτερο ποσοστό από τις υπόλοιπες.
Κατά την ανάγνωση των βιβλίων οι εκπαιδευτικοί απευθύνονται κυρίως σε όλα τα παιδιά της τάξης (73,6%) κι όχι σε μικρές ομάδες (18,7%) ή σε μεμονωμένα παιδιά (2%). Τα βιβλία που διαβάζονται στην τάξη  αποτελούν επιλογή εκπαιδευτικού-παιδιών (64%). Υπάρχει ωστόσο κι ένα σημαντικό ποσοστό που θεωρεί ότι η επιλογή αυτή είναι αποκλειστική αρμοδιότητα  της εκπαιδευτικού (26%). Οι μισές περίπου νηπιαγωγοί (55%) δηλώνουν ότι αυτές και μόνο διαβάζουν ή αφηγούνται βιβλία στα παιδιά., ενώ αρκετές  (20%) νιώθουν την ανάγκη να παραχωρήσουν αυτό το ρόλο και στα μικρά παιδιά, δίνοντάς τους ευκαιρίες να εκφραστούν, να αναπτύξουν τη φαντασία τους, να εμπλουτίσουν το λεξιλόγιό τους.
Στις περισσότερες τάξεις οι εκπαιδευτικοί επισημαίνουν συστηματικά (59%) στα παιδιά τα στοιχεία ταυτότητας του βιβλίου (τίτλος, όνομα συγγραφέα, εικονογράφου, εκδοτικός οίκος) πριν από την ανάγνωση, ενώ κάποιοι άλλοι προβαίνουν στην επισήμανση πολλές φορές (38,5%) όχι όμως συστηματικά. Στην διάρκεια ανάγνωσης ενός βιβλίου αρκετοί (45%) επιλέγουν να το διαβάζουν στρέφοντάς το πάντα προς τα παιδιά και δείχνοντας το σημείο που διαβάζουν. Οι περισσότεροι ωστόσο  (55%) συνδυάζουν την ανωτέρω τακτική με τον κλασικό τρόπο ανάγνωσης, κρατώντας δηλαδή  το βιβλίο στραμμένο στο πρόσωπό τους. Η επίδειξη των εικόνων στα εικονογραφημένα βιβλία δεν ακολουθεί ένα συγκεκριμένη τρόπο. Οι δηλώσεις των νηπιαγωγών είναι μοιρασμένες όσον αφορά την τακτική που ακολουθούν. Έτσι άλλοτε γίνεται κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης (48,2%) κι άλλοτε μετά την ολοκλήρωση (47,7%).
Όλοι σχεδόν οι νηπιαγωγοί (99,5%) πραγματοποιούν δραστηριότητες  μετά την ανάγνωση βιβλίων , με τη ζωγραφική να αποτελεί την πιο συχνή επιλογή (80%). Η δραματοποίηση (10%) και κάποιες άλλες δραστηριότητες δεν φαίνεται να ελκύουν ιδιαίτερα  το ενδιαφέρον των εκπαιδευτικών. Τα παραμύθια αποτελούν σύμφωνα με τις δηλώσεις των νηπιαγωγών το αγαπημένο άκουσμα των παιδιών (40%) και ακολουθούν οι μικρές ιστορίες (17%), ποιήματα (16,5%), μύθοι (8,5%) ή βιβλία γνώσεων. Καθοριστικοί παράγοντες για την εδραίωση καλής σχέσης μεταξύ παιδιού-βιβλίου αποτελούν σύμφωνα με τις δηλώσεις των ερωτηθέντων τόσο οι νηπιαγωγοί όσο και οι γονείς (93,7%).
Από τη στατιστική ανάλυση των δεδομένων προέκυψε ότι στο σύνολο των περιπτώσεων (90% )η βιβλιοθήκη λειτουργεί και ως δανειστική και ότι η αξιοποίησή της βοηθά ουσιαστικά στην ανάπτυξη συνεργασίας σχολείου οικογένειας (97%). Τις καρτέλες δανεισμού συντάσσουν συνήθως οι νηπιαγωγοί (60%). Υπάρχουν ωστόσο και περιπτώσεις όπου τα παιδιά (20%) αναλαμβάνουν αυτή την υποχρέωση.
Τα παιδιά  (43%) και οι νηπιαγωγοί (39%) μοιράζονται επίσης  την αρμοδιότητα να ενημερώνουν την καρτέλα δανεισμού., ενώ κάποιες φορές παραχωρούν αυτό το δικαίωμα σε άλλους ενήλικες. Ο συνηθέστερος τρόπος καταγραφής  (56%) είναι η συμπλήρωση καρτέλας στην οποία τα παιδιά γράφουν όνομα, ημερομηνία, τίτλο βιβλίου. Δεύτερος προτιμώμενος τρόπος (13,5%)  είναι η αναγραφή του ονόματος του παιδιού σε ντοσιέ , όπου είναι τοποθετημένες οι φωτοτυπίες των τίτλων των βιβλίων, ενώ ακολουθεί η καταγραφή του ονόματος σε ντοσιέ με αλφαβητικό ευρετήριο με τα ονόματα των παιδιών(10%).


Συμπεράσματα

Το δείγμα της εργασίας που αναλύουμε και το γεγονός ότι οι εκπαιδευτικοί του δείγματος ήταν ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένοι στη διάρκεια της χρονιάς από τη Σχολικό Σύμβουλο για τη λειτουργία της βιβλιοθήκης στην τάξη δεν μας επιτρέπει να κάνουμε γενικεύσεις. Ωστόσο τα αποτελέσματα της ανάλυσης φαίνεται να επιβεβαιώνουν την υπόθεσή μας ότι η αξιοποίηση της βιβλιοθήκης στο νηπιαγωγείο βοηθά στην εκπλήρωση στόχων του Προγράμματος Σπουδών  της Γλώσσας. Ειδικότερα:
Όλα τα νηπιαγωγεία φαίνεται να έχουν διαμορφώσει μια γωνιά βιβλιοθήκης στην τάξη τους. Ωστόσο μικρός είναι ακόμη  ο αριθμός των βιβλιοθηκών που είναι εξοπλισμένες  με ενδιαφέροντα βιβλία  και διαθέτουν σωστά διαμορφωμένο χώρο που κάνει άνετη και ευχάριστη την παραμονή των παιδιών στη συγκεκριμένη γωνιά. Ανάλογα συμπεράσματα έχουν προκύψει και από άλλη έρευνα (Τάφα, 2001). Τα λoγοτεχνικά βιβλία κυρίως και λιγότερο  τα βιβλία γνώσεων κυριαρχούν στα ράφια της βιβλιοθήκης, γεγονός που αποδεικνύει την προτίμηση των παιδιών στα συγκεκριμένα είδη (Μιχαλοπούλου 2001, Κιτσαράς 2000). Θα θέλαμε να τονίσουμε ωστόσο ότι τα βιβλία γνώσεων και πληροφοριών είναι απαραίτητα για τη βιβλιοθήκη διότι προσφέρουν, σύμφωνα με ερευνητικές μελέτες (Pelegrini et al 1990,  Μοσχοβάκη 2000), ευκαιρίες για εκτεταμένη συζήτηση κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης του βιβλίου. Έχει φανεί ότι συνήθως η συζήτηση αυτή είναι υψηλού επιπέδου καθώς γίνονται περισσότερες αναλύσεις, αιτιολογήσεις και προβλέψεις.
Πρέπει να επισημανθεί ότι οι περισσότεροι νηπιαγωγοί θεωρούν ότι διαθέτουν προφανώς τη γνώση και την ενημέρωση που απαιτείται για την επιλογή των βιβλίων που διαθέτει η βιβλιοθήκη τους και δυσκολεύονται να εμπιστευτούν σε κάποιους άλλους αυτή την εργασία. Ωστόσο αυτή τους η δήλωση έρχεται σε αντίθεση με την προηγούμενη δήλωσή τους, ότι οι περισσότερες βιβλιοθήκες δεν είναι εξοπλισμένες με ενδιαφέροντα βιβλία. Αν οι ίδιες θεωρούν τους εαυτούς τους κατάλληλους για τη σωστή επιλογή των βιβλίων, είναι τουλάχιστον περίεργο να δηλώνουν  ότι τα βιβλία που διαθέτουν δεν είναι ενδιαφέροντα. Σίγουρα  υπάρχει μια αντίφαση σε αυτό το σημείο. Επειδή θεωρούμε ότι η επιλογή των κατάλληλων βιβλίων δεν είναι κάτι απλό, αλλά απαιτεί γνώση και συνεχή ενημέρωση θα συνιστούσαμε στις νηπιαγωγούς να απευθύνονται για την επιλογή των βιβλίων σε πιο εξειδικευμένους ανθρώπους που μπορούν να τους προσανατολίσουν και να τους βοηθήσουν  όπως π.χ. ο Κύκλος του Ελληνικού Παιδικού βιβλίου.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της μελέτης οι νηπιαγωγοί τοποθετούν τα βιβλία με προβολή των εξώφυλλων, γεγονός που μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι διαθέτουν τις βιβλιοθήκες του ΟΣΚ που προσφέρονται για μια τέτοια τοποθέτηση. Αυτός ο τρόπος, όπως προτείνεται στο Πρόγραμμα Σπουδών, υποστηρίζει  την ανάπτυξη δραστηριοτήτων ανάγνωσης και γραφής. Σίγουρα η λειτουργία της βιβλιοθήκης θα γινόταν πιο αποτελεσματική για τα παιδιά  αν συνοδευόταν  και από ένα συγκεκριμένο τρόπο ταξινόμησης των βιβλίων, που  φαίνεται να  απουσιάζει από τα περισσότερα νηπιαγωγεία. Οι περισσότεροι εκπαιδευτικοί εκθέτουν μέρος κι όχι το σύνολο των βιβλίων στη βιβλιοθήκη, ενώ η ανανέωση των τίτλων εξαρτάται άλλοτε από το ενδιαφέρον των παιδιών και άλλοτε από την πρωτοβουλία των εκπαιδευτικών. Η ανανέωση των βιβλίων προκαλεί και διατηρεί το ενδιαφέρον των παιδιών για τη συγκεκριμένη γωνιά. Τα βιβλία που αποσύρονται πρέπει να ελέγχονται  για τυχόν φθορές και να επιδιορθώνονται (Παπανικολάου, 1989) ή και να αντικαθίστανται  αν είναι σχισμένα, κατεστραμμένα ή ευτελούς αξίας .Σε αντίθετη περίπτωση μπορούν να περάσουν αρνητικά μηνύματα καθώς με την εμφάνισή τους όχι μόνο απωθούν τα παιδιά, αλλά μπορεί να προκαλέσουν και διάθεση για κακή μεταχείριση.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το εύρημα ότι στην πλειονότητα των νηπιαγωγείων  παρατηρούνται γραπτά μηνύματα  -αφίσες, κατάλογοι, διαφημίσεις- στον περιβάλλοντα χώρο της γωνιάς της βιβλιοθήκης. Το γεγονός αυτό  συνάδει με τους στόχους του προγράμματος της Γλώσσας, στο οποίο γίνεται λόγος για υποστηρικτικό περιβάλλον εγγραμματισμού το οποίο  προωθεί σχετικές κοινωνικές και εκπαιδευτικές πρακτικές που αυξάνουν την αλληλεπίδραση μεταξύ παιδιών και  περιβάλλοντος και προσφέρουν ευκαιρίες  για την ανάπτυξη στρατηγικών ανάγνωσης και γραφής.
 Στην συντριπτική τους πλειοψηφία οι εκπαιδευτικοί πιστεύουν ότι η αξιοποίηση της βιβλιοθήκης εξυπηρετεί στόχους του προγράμματος της Γλώσσας. Αυτή η πεποίθηση συνεπικουρούμενη από τις υποδείξεις της Σχολικής Συμβούλου, τις ανάγκες των παιδιών και την πρωτοβουλία και το ενδιαφέρον των ίδιων των εκπαιδευτικών απετέλεσαν την αφορμή ή το κίνητρο – σύμφωνα με τις δηλώσεις τους- για τη δημιουργία και λειτουργία της συγκεκριμένης γωνίας στο νηπιαγωγείο.
Η ανάλυση των δεδομένων έδειξε ότι οι νηπιαγωγοί διαβάζουν πολύ συχνά βιβλία στα παιδιά. Η δραστηριότητα αυτή συνήθως πραγματοποιείται  στη γωνία της συζήτησης κι όχι σε αυτή της βιβλιοθήκης, εύρημα που μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η συγκεκριμένη γωνιά δεν προσφέρεται, προφανώς λόγω έλλειψης χώρου για αυτή τη δραστηριότητα. Το πρόβλημα αυτό θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά αν οι νηπιαγωγοί επέλεγαν να πραγματοποιούν αυτή τη δραστηριότητα με ομάδες παιδιών, κι όχι με το σύνολο της τάξης που απαιτεί μεγάλο χώρο. Η έρευνα  έδειξε ότι οι νηπιαγωγοί δεν είναι εξοικειωμένοι ακόμα να δουλεύουν με ομάδες παιδιών και προτιμούν να απευθύνονται στο σύνολο της τάξης όταν επιλέγουν να διαβάσουν κάποιο βιβλίο. Όπως έχει καταγραφεί στα αποτελέσματα σχετικών ερευνών τα παιδιά που ακούν να τους διαβάζουν ιστορίες στο πλαίσιο μικρών ομάδων αναπτύσσουν περισσότερο την ικανότητα της κατανόησης από τα παιδιά που ακούν στο πλαίσιο ολόκληρης της τάξης (Gambrell, et al, 2000).
Η νηπιαγωγός κυρίως ή κάποιος άλλος ενήλικας αναλαμβάνει συνήθως το ρόλο του αφηγητή, ενώ λίγοι εμπιστεύονται αυτό το ρόλο στα παιδιά. Είναι σημαντικό ωστόσο οι νηπιαγωγοί να δίνουν ευκαιρίες στα παιδιά να «διαβάζουν» με το δικό τους τρόπο βιβλία στους συμμαθητές τους ή να αναδιηγούνται αυτά που άκουσαν. Έρευνες στο χώρο του σχολείου έχουν δείξει ότι η επαναδιήγηση βιβλίων ασκεί θετική επίδραση στη γλωσσική ανάπτυξη των μικρών παιδιών (Morrow, 1985). Μέσα από αυτή τη δραστηριότητα τα απιδιά   μιμούνται αναγνωστικές συμπεριφορές, ανακαλύπτουν λειτουργίες γραπτών κειμένων, μαθαίνουν να υιοθετούν πολλές στρατηγικές και συμβάσεις  ανάγνωσης και γραφής και αναλαμβάνουν πρωτοβουλία, γεγονός που βοηθά στην ανάπτυξη των γλωσσικών τους δεξιοτήτων (Donaldson, 1978).
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το εύρημα ότι συστηματικά ένα μεγάλο ποσοστό νηπιαγωγών επισημαίνει πριν από την ανάγνωση τα στοιχεία ταυτότητας του βιβλίου και επιλέγει να το διαβάζει στρέφοντάς το προς τα παιδιά, πρακτικές που προτείνονται άλλωστε και στο πρόγραμμα της Γλώσσας. Η επίδειξη του βιβλίου προς τα παιδιά την ώρα της ανάγνωσης  φαίνεται να αντικαθιστά τον κλασσικό τρόπο, βιβλίο στραμμένο προς τον αναγνώστη. Ενισχυτικό αυτής της νέας τάσης  αποτελεί και το γεγονός ότι πολλοί εκπαιδευτικοί τολμούν να διακόπτουν και να επιδεικνύουν τις εικόνες κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης , σε αντίθεση με την  πρακτική που συνήθιζαν να υιοθετούν παλιότερα, επίδειξη των εικόνων στο τέλος (Μιχαλοπούλου, 2001), επειδή πίστευαν ότι με αυτό τον τρόπο διασφαλίζουν  τη ροή της αφήγησης. Aνεξάρτητα από το χρόνο παρουσίασης των εικόνων, τα παιδιά πρέπει να έχουν πρόσβαση στις εικόνες του βιβλίου, γιατί αυτό βοηθά στην κατανόηση του κειμένου (Μοσχοβάκη, 2000).
Οι πρακτικές αυτές που αναφέραμε ωφέλιμο θα ήταν να υποδεικνύονται από τους εκπαιδευτικούς και στους γονείς, αφού όπως παραδέχονται οι πρώτοι , οι ίδιοι μαζί με τους γονείς αποτελούν καθοριστικούς παράγοντες για την δημιουργία καλής σχέσης ανάμεσα στο παιδί και το βιβλίο. Κοντά στους γονείς τα παιδιά αποκτούν πολλές και βασικές γνώσεις στο οικείο περιβάλλον τους μέσα από απλές, καθημερινές, μη τυπικές δραστηριότητες. Από την ανάλυση εμπειρικών δεδομένων γίνεται όλο και περισσότερο εμφανές ότι ο σημαντικότερος τρόπος μεταβίβασης ειδών και αξιών γραμματισμού είναι έμμεσος, στο περιθώριο της συνείδησης (Leichter, 1974) μέσω της συνεχούς και διάχυτης χρήσης της γραπτής γλώσσας στην καθημερινή ζωή της οικογένειας. Οι γονείς έχουν τη δυνατότητα να παρέχουν στα παιδιά πλήθος παραδειγμάτων προφορικού και γραπτού λόγου, να μετατρέπουν δραστηριότητες του οικείου και ευρύτερου περιβάλλοντος σε αναγνωστικά παιχνίδια  και να προκαλούν το σχολιασμό τους μέσα σε κλίμα συναισθηματικής σταθερότητας και ασφάλειας. Aκόμη και στις περιπτώσεις που οι γονείς φέρνουν συνειδητά τα παιδιά σε επαφή με τον κόσμο του εντύπου, οι λέξεις είναι ενσωματωμένες στην περίσταση επικοινωνίας.  Οι νηπιαγωγοί έχουν ανάγκη τη συμβολή τους στο έργο τους και πρέπει να δημιουργήσουν τις συνθήκες για μια αρμονική συνεργασία  που θα βοηθά στην υιοθέτηση  πρακτικών στο σπίτι που ξεκινούν και αναπτύσσονται στο σχολείο  (Dombey, 1994).
Ένα εύρημα το οποίο μας ξάφνιασε ευχάριστα ήταν η ύπαρξη δανειστικής βιβλιοθήκης στην πλειονότητα των νηπιαγωγείων, εύρημα που διαφοροποιεί το αποτέλεσμα της συγκεκριμένης έρευνας από άλλη παλιότερη (Τάφα , 2001) όπου είχε φανεί ότι τα νηπιαγωγεία  μας δε διαθέτουν δανειστική βιβλιοθήκη. Θεωρούμε ότι  τα αποτελέσματα αυτά δικαιώνουν την πρωτοβουλία της Σχολικής Συμβούλου της 2ης Περιφέρειας Προσχολικής Αγωγής κ Μπατσούτα Μαρίας, η οποία κινητοποίησε και ευαισθητοποίησε τις νηπιαγωγούς της περιφέρειάς της στην κατεύθυνση οργάνωσης και λειτουργίας βιβλιοθήκης γενικότερα και δανειστικής βιβλιοθήκης ειδικότερα στο χώρο του νηπιαγωγείου. Αναδεικνύουν  επίσης το σημαντικό ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει η Σχολική Σύμβουλος σε θέματα εφαρμογής και καθοδήγησης του Προγράμματος Σπουδών.
Η ύπαρξη δανειστικής βιβλιοθήκης στην τάξη του νηπιαγωγείου παρουσιάζει πολλαπλά οφέλη για το παιδί. Μετατρέπει το παιδί σε ενεργητικό αναγνώστη και το βοηθά να αποκτήσει καλές συνήθειες ως προς τη χρήση και συντήρηση των βιβλίων. Δημιουργεί υπευθυνότητα στο παιδί όσον αφορά το δανεισμό και σεβασμό για πράγματα που μας περιβάλλουν. Δίνει την ευκαιρία σε παιδιά που προέρχονται από στερημένο μορφωτικό περιβάλλον να έρθουν σε επαφή με καλά και ποιοτικά βιβλία και να μοιραστούν αναγνωστικές εμπειρίες με άτομα του άμεσου οικογενειακού ή φιλικού περιβάλλοντος. Τέλος επηρεάζει και διαμορφώνει τη σχέση του παιδιού με το βιβλίο. Παιδιά που απέκτησαν τη συνήθεια να δανείζονται βιβλία από την προσχολική ηλικία εξακολουθούν να κάνουν το ίδιο και στην εφηβεία (Γιαννικοπούλου, 1998).
Μέσα από την έρευνα αυτή αναδεικνύεται η σπουδαιότητα της συνεργασίας Σχολικού Συμβούλου και εκπαιδευτικών. Η Σχολική Σύμβουλος οφείλει να διατηρεί συνεχή επαφή και επικοινωνία με τις εκπαιδευτικούς της περιφέρειάς της. Στο πλαίσιο των συχνών συναντήσεων προσφέρονται ευκαιρίες για  ενημέρωση,  ευαισθητοποίηση και κατανόηση σχετικά με  τους σκοπούς και τους στόχους του Προγράμματος Σπουδών προς αποφυγή εμπειρισμών που μπορεί να οδηγήσουν σε παραλείψεις και λάθη. Οι νηπιαγωγοί  από την πλευρά τους οφείλουν να συνειδητοποιήσουν ότι το νηπιαγωγείο προσφέρεται για τη διεύρυνση του γλωσσικού ορίζοντα των παιδιών και τον εμπλουτισμό του λεξιλογίου τους  μέσα από ποικίλες δραστηριότητες. Η χρήση διαφορετικών μορφών προφορικού και γραπτού λόγου σε διαφορετικές επικοινωνιακές περιστάσεις δημιουργούν αφορμές για την ανάπτυξη ανάλογων δεξιοτήτων. Η σωστή οργάνωση και λειτουργία της βιβλιοθήκης στην προσχολική τάξη φαίνεται να υποστηρίζει αποτελεσματικά τη γλωσσική ανάπτυξη των μικρών παιδιών αφού προσφέρει ευκαιρίες για εκπλήρωση στόχων του Προγράμματος Σπουδών μέσα από δραστηριότητες που ενσωματώνονται και διαχέονται φυσικά και ευχάριστα στο καθημερινό πρόγραμμα του νηπιαγωγείου.

 

 


Βιβλιογραφία


Αγγελοπούλου, Β. (1989). Βιβλιοθήκες για παιδιά στην Ελλάδα. Διαδρομές, τχ. 13, σ.16-18.
Αναγνωστόπουλος, Β. (1989). Οι παιδικές σχολικές βιβλιοθήκες στον καθρέπτη. Διαδρομές, τχ. 13, σ. 23-26.
Clay, M. (1991). Becoming literate. The construction of inner control. Auckland, Heinemann.
Curto, L., Morrilo M. & Teixido M. (1998). Γραφή και ανάγνωση. Βοηθήματα για τη διδασκαλία και την εκμάθηση του γραπτού λόγου σε παιδιά ηλικίας τριών έως οκτώ ετών. Αθήνα Ο.Ε.Δ.Β.
Γιαννικοπούλου, A. (1998). Από την προανάγνωση στην ανάγνωση. Οδηγός για γονείς και εκπαιδευτικούς, Αθήνα, Καστανιώτης.
Γκλιάου, Ν. (2003). Βιβλιοθήκη στο νηπιαγωγείο. Χώρος δημιουργικών και πολιτιστικών δραστηριοτήτων. Σύγχρονο Νηπιαγωγείο, τχ.35, σ.14-21.
Dombey, H. (1995). Πρώτη ανάγνωση και γραφή. Συνεργασία σπιτιού- σχολείου, παιδιού. Ευρωπαϊκές εμπειρίες, εκδ. Έκφραση.
Goodman,Y. (1986). Children coming to know literacy. Στο Teale,W. & E.Sulzby , Emergent literacy: Writing and reading. Norwood, N.J,Ablex, 1-14.
Καψάλης, Γ. (1989). ¨Έρευνες για τις σχολικές βιβλιοθήκες στα δημοτικά σχολεία της πόλης των Ιωαννίνων. Ανάτυπο από την επιστημονική επετηρίδα του Παιδαγωγικού τμήματος Δ.Ε. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.
Κιτσαράς, Γ. (2000). Προσφιλή βιβλία νηπίων και μικρών παιδιών ηλικίας 31/2-8. Παιδαγωγικός λόγος, τχ.1, σ.9-25.
Μιχαλοπούλου, Κ. (2001). Ανάγνωση ιστοριών και μεθοδολογικές προσεγγίσεις στο νηπιαγωγείο στο Έρευνα στην προσχολική εκπαίδευση, εκδ. Τυπωθήτω.
Μπασλής, Γ. (1998). Η ανάδυση του γραμματισμού. Γλώσσα, τχ. 45, σελ.5-16.
Παπανικολάου, Ρ. (1989). Γωνιά βιβλιοθήκης στο νηπιαγωγείο, Διαδρομές, τχ. 13, σ.27-30.
Παπούλια- Τζελέπη, Π. (1993). Η ανάδυση του γραμματισμού στο ελληνικό γραφημικό σύστημα: Η αναγνώριση συμπεριφορών γραμματισμού. Γλώσσα, τχ. 30, σ. 5-18.
Σκούρα- Βαρνάβα, Τζ. (1994). Οι ιδέες των παιδιών για τη γραφή και η μαθησιακή διαδικασία. Εκπαιδευτική Κοινότητα, σελ. 18-20.
Σπινκ, Τ. (1990). Τα παιδιά ως αναγνώστες, εκδ. Καστανιώτης.
Sulzby, E. (1991). The development of the young child and the emergence of literacy. Handbook of research on the teaching of the English language Arts. N.Y., Macmillan Publishing Company, 273-285.
Tάφα, E. (2001). Ανάγνωση και γραφή στην προσχολική ηλικία. Ελληνικά Γράμματα.
Τάφα- Φραγκιά (2001). Σχεδιασμός και εφαρμογή προγράμματος για την ανάδυση των δεξιοτήτων ανάγνωσης και γραφής στα παιδιά του νηπιαγωγείου στο Έρευνα στην προσχολική εκπαίδευση, εκδ. Τυπωθήτω.
Τάφα, Ε. (2001β). Η βιβλιοθήκη στην τάξη της προσχολικής εκπαίδευσης: Η οργάνωση και η λειτουργία της στο πλαίσιο του προγράμματος για την ανάδυση του γραπτού λόγου στο Ανάδυση του γραμματισμού. Έρευνα και πρακτική. Επιμ. Παπούλια- Τζελέπη, εκδ. Καστανιώτης.

ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΚΑΙ ΜΑΘΗΣΗ: ΑΛΛΗΛΕΝΔΕΤΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΚΑΙ ΜΑΘΗΣΗ: ΑΛΛΗΛΕΝΔΕΤΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

Ευθυμία  Γουργιώτου
Λέκτορας, Π.Τ.Π.Ε.
Πανεπιστήμιο Κρήτης

Εισαγωγή
Το παιχνίδι ανέκαθεν συνδέθηκε με την προσχολική εκπαίδευση ως θεμελιώδες παιδαγωγικό μέγεθος στη μάθηση και ανάπτυξη των παιδιών μέσα από το έργο σπουδαίων παιδαγωγών, όπως ο Jacques Rousseau, o John Dewey, η Maria Montessori, o Friedrich Froebel, η Margaret MacMillan και ο Rundolf Steiner. Το ενδιαφέρον συνεχίζεται αμείωτο μέχρι τις μέρες μας από πολλούς ερευνητές, παιδαγωγούς και συντάκτες αναλυτικών προγραμμάτων οι οποίοι εστιάζουν τις μελέτες τους στη θέση του παιχνιδιού στα σύγχρονα προγράμματα προσχολικής εκπαίδευσης. Kαι αυτό γιατί η θέση του στο αναλυτικό πρόγραμμα αναδύει μια προβληματική γύρω από το ρόλο, το σκοπό, την αξία του, καθώς και τη σχέση του με τη μάθηση και διδασκαλία (Fennimore, & Vold, 1992; VanHoom, Nourot, & Alward, 1999). Τα ερωτήματα αφορούν τόσο στη θεωρία όσο και την πράξη. Ένα από τα δυσκολότερα προβλήματα με το παιχνίδι είναι η δυσκολία των εκπαιδευτικών να κατανοήσουν τη θεωρία του παιχνιδιού και να παράσχουν ένα υψηλής ποιότητας παιχνίδι, προκειμένου να πετύχουν ένα υψηλής ποιότητας πρόγραμμα. Ιδιαίτερη δυσκολία εντοπίζεται στην ανάπτυξη μιας παιδαγωγικής του παιχνιδιού (Wood, 2004) η οποία θα επιβεβαιώνει το ρόλο του εκπαιδευτικού στο σχεδιασμό, την υποστήριξη και προέκταση της μάθησης και ανάπτυξης του παιδιού μέσα από το παιχνίδι.

Ορισμός του παιχνιδιού
Tι είναι όμως το παιχνίδι και πώς μπορεί να ερμηνευθεί; Δεν υπάρχει ένας ξεκάθαρος ορισμός ούτε μια και μοναδική θεωρία που να μπορεί να εξηγήσει το ρόλο του παιχνιδιού στη μάθηση και ανάπτυξη του παιδιού. Είναι ένα σύνθετο και πολύμορφο φαινόμενο που περιλαμβάνει διαφορετικές πράξεις, προσανατολισμούς και εκδηλώσεις. Διάφοροι επιστήμονες, προσπαθώντας να ερμηνεύσουν τη φύση, τη σημασία και τη θέση του παιχνιδιού στη ζωή του παιδιού ανέπτυξαν διάφορες ερμηνείες:
«Το παιχνίδι είναι η δραστηριότητα μέσα από την οποία τα παιδιά καλύπτουν όλες τις αναπτυξιακές τους ανάγκες» (Μaxim, 1989).
«Το παιχνίδι είναι αυτή η συναρπαστική δραστηριότητα στην οποία συμμετέχουν υγιή παιδιά με ενθουσιασμό και ανεμελιά» (Scales et al., 1991).
«Το παιχνίδι είναι μια δραστηριότητα, κατευθυνόμενη από το παιδί το «νόημα» της οποίας έχει σημασία για το ίδιο και όχι η κατάληξή της» (Kostelnik, Soderman & Whiren, 1993).
«Το παιχνίδι είναι η πραγματοποίηση της μάθησης μέσα από την πράξη» (Feeney, Christensen, & Moravcil, 1996).
O Meckley (2002), συνοψίζοντας τις παραπάνω σκέψεις επαναπροσδιόρισε τον ορισμό του παιχνιδιού ως μιας δραστηριότητας η οποία θα πρέπει να εμπεριέχει τα ακόλουθα χαρακτηριστικά: α) να είναι ελεύθερη επιλογή των παιδιών, β)να κατευθύνεται από εσωτερικά κίνητρα, γ)να παρέχει ευχαρίστηση και ικανοποίηση, δ)να εμπλέκει ενεργά τους παίκτες, ε)να είναι αυτό-κατευθυνόμενο, στ)να έχει νόημα για το παιδί.

Η αξία του παιχνιδιού
Οι εκπαιδευτικοί, συχνά, καλούνται να δικαιολογήσουν στους γονείς τις ώρες του παιχνιδιού στα προγράμματα του νηπιαγωγείου αφού οι δεύτεροι δεν αντιλαμβάνονται ή δεν εκτιμούν όσο θα έπρεπε την αξία του παιχνιδιού. Οι παιδαγωγοί όμως που παρατηρούν συστηματικά τα παιδιά όταν παίζουν, μπορούν να περιγράψουν πολλά θετικά σημεία του παιχνιδιού. Μέσα από το παιχνίδι τα παιδιά ενισχύουν την κοινωνική αλληλεπίδραση, έκφραση και επικοινωνία, δομώντας έτσι την εικόνα για τον εαυτό τους, τους άλλους και τον κόσμο. Ο ρόλος του είναι ουσιώδης στη νοητική ανάπτυξη και μάθηση των παιδιών γιατί προσφέρει ερεθίσματα για παρατήρηση, πειραματισμό, διερεύνηση, πρόβλεψη, σχεδιασμό, ερμηνεία, διατύπωση υποθέσεων, παραγωγή ερωτήσεων, κατανόηση, εκπλήρωση στόχων και λύση προβλημάτων. Επιπλέον, παίζοντας, αντιλαμβάνονται το σώμα τους, τα όρια και τις δυνατότητές τους, αναπτύσσουν δεξιότητες προσανατολισμού και προσαρμογής τους σώματός τους στις ανάγκες της κίνησης αλλά και στα αντικείμενα και στα πρόσωπα που το περιβάλλουν (Σιβροπούλου, 1998).
Όλες αυτές οι επιδράσεις του παιχνιδιού λειτουργούν ενοποιητικά σαν ένας ολιστικός μηχανισμός μάθησης και ανάπτυξης αφού ως δραστηριότητα:
·                 ενσωματώνει γνωστικά, συναισθηματικά και κοινωνικά ερεθίσματα.
·                 παρέχει το νόημα για την πρόσληψη νέων συνδέσεων και σχέσεων μεταξύ ιδεών, εμπειριών, ικανοτήτων και γνώσεων.
·                 διευκολύνει τη μάθηση εκθέτοντας τα παιδιά σε νέες εμπειρίες, δραστηριότητες και ιδέες.
·                 επιτρέπει στα παιδιά να δομούν νοήματα από τις εμπειρίες τους
Την παιδαγωγική αξία του παιχνιδιού έχουν αναγνωρίσει διάφοροι διεθνείς οργανισμοί που ασχολούνται με την εκπαίδευση των μικρών παιδιών, υιοθετώντας αναλυτικά προγράμματα βασισμένα στο παιχνίδι. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι οι Οδηγίες της Διεθνούς Ένωσης για την Εκπαίδευση των Μικρών Παιδιών (NAEYC & NAECS/ SDE), (1991) υποστηρίζουν ότι προκειμένου τα προγράμματα να διακρίνονται για την υψηλή τους ποιότητα, απαιτείται ένα ασφαλές και πλούσιο σε ερεθίσματα περιβάλλον το οποίο θα ενισχύει τη φυσική και κοινωνικό-συναισθηματική ανάπτυξη των μικρών παιδιών με το παιχνίδι να αποτελεί μια ουσιώδη συνιστώσα των αναπτυξιακά κατάλληλων πρακτικών.

Στοιχεία κλειδιά για την υψηλή ποιότητα του παιχνιδιού
Τα βασικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν την υψηλή ποιότητα του παιχνιδιού είναι α)ο χρόνος, β)ο χώρος και γ)τα υλικά (Driscoll, & Nagel, 2002). Τα μικρά παιδιά χρειάζονται αρκετό χρόνο (περίπου 30-50 λεπτά) για να αναπτύξουν τα διάφορα είδη παιχνιδιού τους. Όταν ο χρόνος που τους δίνεται δεν είναι επαρκής, τα παιδιά καταπιάνονται με πολύ απλές μορφές παιχνιδιού. Χρειάζονται επίσης 20-30 τ.μ. χώρου για να παίξουν άνετα και αποτελεσματικά. Όσο για τα υλικά πρέπει να επιλέγονται με σεβασμό στην ανάπτυξη του παιχνιδιού. Τέλος, η συστηματική παρατήρηση και η καταγραφή βοηθούν τον εκπαιδευτικό να αξιολογήσει κατά πόσο οι γωνιές[1] είναι αποτελεσματικές ως χώροι μάθησης. Ορισμένα ερωτήματα που μπορεί να τον βοηθήσουν σ’ αυτή τη διερεύνηση, σύμφωνα με τους Dodge & Colker (1992), είναι τα παρακάτω:
  • Ποια υλικά χρησιμοποιούνται σπάνια από τα παιδιά;
  • Ποια χρησιμοποιούνται συχνότερα;
  • Η οργάνωση του χώρου επιτρέπει την ασφαλή μετακίνηση των παιδιών από γωνιά σε γωνιά και το ασφαλές παιχνίδι;
  • Τα παιδιά επιλέγουν τα ίδια, παρόμοια ή διαφορετικά υλικά κάθε μέρα;
  • Είναι σε θέση να αναζητούν, να βρίσκουν και να επανατοποθετούν τα υλικά στη θέση τους μόνα τους;
  • Ποιες γωνιές και ποια υλικά προτιμούν τα αγόρια και ποια τα κορίτσια;
  • Τα παιδιά επαναλαμβάνουν τα ίδια παιχνίδια, ή εφευρίσκουν καινούργια;
  • Χρησιμοποιούν τα υλικά που επιλέγουν με δημιουργικό τρόπο;

Αυθόρμητο παιχνίδι και μάθηση
Το παιχνίδι αποτελεί χαρακτηριστική συμπεριφορά των μικρών παιδιών και αγαπημένη τους δραστηριότητα μέσα στο νηπιαγωγείο. Τι εννοούμε όμως μάθηση μέσα από το παιχνίδι και σε ποιες μορφές παιχνιδιού αναφερόμαστε;
Αρχικά με τον όρο παιχνίδι εννοούμε το δραματικό παιχνίδι, τα παιχνίδια ρόλων, τα δημιουργικά παιχνίδια κατασκευών, τα φυσικά παιχνίδια (δύναμης κ.ά.) τα πνευματικά παιχνίδια (παζλ, ντόμινο κ.ά.) κ.λπ..
Αυτό όμως που συγκεντρώνει τη μεγαλύτερη συζήτηση στον επιστημονικό χώρο τον τελευταία χρόνια, και το οποίο αξίζει να συζητήσουμε, είναι το αυθόρμητο παιχνίδι. Το αυθόρμητο παιχνίδι ως δραστηριότητα αποτελεί το νόημα ή τη διαδικασία μέσα από την οποία τα παιδιά αντιλαμβάνονται τον κόσμο και μιλούν γι’ αυτόν (Saracho, & Spodek, 1998). Σύμφωνα με τον Vygotsky (1978), η φανταστική κατάσταση που δημιουργεί ένα παιδί κατά τη διάρκεια του αυθόρμητου παιχνιδιού είναι μια απαραίτητη μετάβαση ή ζώνη επικείμενης ανάπτυξης η οποία βοηθά το παιδί στην κατανόηση του συνδέσμου μεταξύ συμβόλων, αντικειμένων και πράξεων που αναπαριστούν. Όταν το παιχνίδι αναγνωρίζεται ως «εργασία» και «φυσική προδιάθεση» των παιδιών, τους παρέχει ευκαιρίες για εξάσκηση, αναπαράσταση και εσωτερίκευση της γλώσσας και άλλων αναπαραστατικών λειτουργιών που αποτελούν μέρος της βιολογικής τους και πολιτιστικής τους κληρονομιάς. Όταν όμως δεν αναγνωρίζεται ή δεν υποστηρίζεται από το φυσικό και κοινωνικό πλαίσιο η επιρροή του στη μάθηση και ανάπτυξη μπορεί να εξασθενήσει. Με τη προσέγγιση αυτή ο Vygotsky εισάγει το ρόλο του ενήλικα στο παιχνίδι των παιδιών, σε αντίθεση με το έργο του Piaget το οποίο εστιάζεται στο τι μπορούν να ανακαλύψουν τα παιδιά, βασιζόμενα μόνο στις δυνατότητές τους (Smith, 1994).
Αν και η χρήση του παιχνιδιού με στόχο να εμπλακεί το παιδί σε παιδοκεντρικές δραστηριότητες έχει μια μακρά ιστορία στην προσχολική εκπαίδευση, είναι πραγματικά δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς που βρίσκεται το όριο μεταξύ παιδοκεντρικών και δασκαλοκεντρικών προσεγγίσεων. Ασφαλώς η χρήση του παιχνιδιού σε ένα Αναλυτικό Πρόγραμμα Προσχολικής Εκπαίδευσης προφανώς δίνει το χαρακτήρα ενός πιο παιδοκεντρικού προγράμματος. Εντούτοις, έρευνες δείχνουν ότι σε πολλά νηπιαγωγεία, το παιχνίδι χρησιμοποιείται για ένα και μοναδικό σκοπό. Αποβλέπει στην εκπλήρωση της ακαδημαϊκής εργασίας, επικεντρώνει στην εξάσκηση ικανοτήτων και την επανάληψη γεγονότων, χωρίς να παρέχει στα παιδιά την ευκαιρία να εμπλακούν σε δραστηριότητες αφηρημένης σκέψης, επίλυσης προβλημάτων και συνεργασίας με τα άλλα παιδιά. Στις τάξεις αυτές ο ρόλος του εκπαιδευτικού περιορίζεται στην μετάδοση και τον έλεγχο γνώσεων. Σε άλλες πάλι τάξεις το παιχνίδι χρησιμοποιείται για την κοινωνικο-συναισθηματική ανάπτυξη των παιδιών, δίνοντας την ευκαιρία στα παιδιά να επιλέξουν ανάμεσα στα υλικά και τις δραστηριότητες στο μεγαλύτερο διάστημα της ημέρας. Ο ρόλος του εκπαιδευτικού είναι μη παρεμβατικός, ζεστός και ανατροφοδοτικός, υποστηρικτικός και διαχειριστής των υλικών. Τα υλικά που προσφέρει στα παιδιά είναι μεν πλούσια αλλά συχνά κάτω από τις ικανότητες των παιδιών.
Προφανώς η ισορροπία βρίσκεται ανάμεσα στα δύο αυτά μοντέλα. Στα νηπιαγωγεία όπου υιοθετούνται προγράμματα βασισμένα στο κοινωνικο - δομιστικό μοντέλο (Vygotsky, 1978), το παιχνίδι και η εργασία ταυτίζονται με στόχο την κοινωνικο-συναισθηματική, ψυχοκινητική, ηθική και διανοητική ανάπτυξη, δηλαδή την ολόπλευρη ανάπτυξη των παιδιών. Ο ρόλος των εκπαιδευτικών στις τάξεις αυτές είναι:
i)ο σχεδιασμός και εμπλουτισμός ενός πλούσιου σε ερεθίσματα μαθησιακού περιβάλλοντος
Για να προωθηθεί το παιχνίδι των παιδιών, ο εκπαιδευτικός διαμορφώνει ένα λειτουργικό και ενδιαφέρον για τα παιδιά μαθησιακό περιβάλλον, εξοπλισμένο με αντικείμενα, ποικίλα υλικά και πληροφοριακά στοιχεία που προκαλούν τα παιδιά να τα εξερευνήσουν και συμμετέχει και η ίδια στο παιχνίδι θέτοντάς τους τις ερωτήσεις και ενθαρρύνοντάς τα να σκεφτούν (Σιβροπούλου, 1998; Δαφέρμου, Κουλούρη & Μπασαγιάννη, 2006).
ii)η προέκταση και υποστήριξη του αυθόρμητου παιχνιδιού
Με την ενθάρρυνση και την υποστήριξη του εκπαιδευτικού μέσα από κατάλληλες παρεμβάσεις (Αυγητίδου, 2001), τα παιδιά διευρύνουν το παιχνίδι τους, πραγματοποιώντας δραστηριότητες λίγο πιο προωθημένες από αυτές που θα μπορέσουν να πραγματοποιήσουν χωρίς βοήθεια. Σε ποιες  όμως περιπτώσεις μπορεί να παρέμβει ο εκπαιδευτικός; Εκτός από τα ζητήματα ασφαλείας, ο καθορισμός της σωστής στιγμής για την παρέμβαση καθώς και του τρόπου παρέμβασης, αποτελεί μια κρίσιμη απόφαση για τους εκπαιδευτικούς. Οι συχνότερες «κατάλληλες στιγμές» για να παρέμβει ο εκπαιδευτικός είναι:
  • όταν πρέπει να βοηθήσει ένα παιδί που θέλει να παίξει αλλά δεν μπορεί να ενταχθεί σε κάποια ομάδα ομηλίκων,
  • όταν χρειάζεται να κατευθύνει ένα παιδί που περιφέρεται άσκοπα και δεν βρίσκει τρόπο να απασχοληθεί και
  • όταν είναι ανάγκη να προκαλέσει το ενδιαφέρον των παιδιών και να τους δώσει περισσότερα ερεθίσματα (Brown, & Marchant, 2002; Driscoll & Nagel, 2002).
Στις καταστάσεις αυτές ο εκπαιδευτικός λειτουργεί είτε ως παράλληλος παίκτης είτε ως συμπαίκτης (Wood, & Attfield, 2005). Στην πρώτη περίπτωση τοποθετεί τον εαυτό του πίσω από το παιδί, διαμορφώνει συμπεριφορές παιχνιδιού χωρίς να κατευθύνει το παιχνίδι των παιδιών αλλά βοηθώντας τα να το επεκτείνουν με νέα υλικά και δραστηριότητες. Στη δεύτερη περίπτωση παίζει μαζί τους, ενθαρρύνοντάς τα και εμπλουτίζοντας το παιχνίδι τους. Σε κάθε περίπτωση η συμμετοχή του εκπαιδευτικού στο παιχνίδι των παιδιών στέλνει μηνύματα προς τα παιδιά για την αξία του παιχνιδιού και της σχέσης του με αυτό. Παράλληλα ενθαρρύνει τα παιδιά θετικά ώστε να νιώθουν πιο άνετα και να εκφράζονται ελεύθερα.
iii)η αξιολόγηση του παιχνιδιού για τη διασφάλιση της συνέχειας και της προόδου των παιδιών
Το αυθόρμητο παιχνίδι αποτελεί μια ιδανική δραστηριότητα για την αξιολόγηση της γνωστικής, κοινωνικής, συναισθηματικής, γλωσσικής και κινητικής ανάπτυξης των μικρών παιδιών (Vygotsky, 1967; Winnicott, 1971; Bruner, 1972; Sayeed, & Guerin, 2000; Losardo & Notari-Syverson, 2001), καθώς όλα σχεδόν τα παιδιά εμπλέκονται σε αυτό για αρκετό χρόνο. Σύμφωνα με τους Wood & Attfield (στο Ντολιοπούλου, Γουργιώτου, 2008) μια αξιολόγηση βασισμένη στο παιχνίδι βοηθά τους εκπαιδευτικούς:
  • να αποκτήσουν ξεκάθαρες απόψεις για τη σημασία του παιχνιδιού ως βασικού μέρους του προγράμματος,
  • να αναγνωρίζουν τη βασική σχέση μεταξύ μάθησης και παιχνιδιού,
  • να αποδέχονται τις δραστηριότητες που αναδύονται μέσα από το παιχνίδι των παιδιών ως μέρος του προγράμματος,
  • να αντιλαμβάνονται πώς λειτουργούν τα παιδιά ως μαθητευόμενοι στις αυθόρμητες δραστηριότητες,
  • να επιλέγουν δραστηριότητες ανάλογες με τις ικανότητες και τα ενδιαφέροντα των παιδιών και
  • να κατανοούν τη σημασία της αλληλεπίδρασης εκπαιδευτικού- παιδιού στο παιχνίδι.
Στην προσέγγιση αυτή, το παιχνίδι φαίνεται να αποτελεί ευκαιρία για την α)οικοδόμηση της γνώσης, β)ανάπτυξη ικανοτήτων αυτορρύθμισης, γ)απόκτηση γνώσεων, δ)καλλιέργεια προφορικού και γραπτού λόγου, και στ)βαθύτερη κατανόηση εννοιών με τη βοήθεια των εκπαιδευτικών και των συνομήλικων.
Αντιλαμβανόμαστε, λοιπόν ότι ο ρόλος του εκπαιδευτικού είναι πολυδιάστατος και πολυεπίπεδος. Η βασική αρχή είναι ότι οι παρεμβάσεις του και οι αλληλεπιδράσεις με τα παιδιά θα πρέπει αφ’ ενός να βασίζονται σε ό,τι συμβαίνει μέσα στο παιχνίδι, και αφ’ ετέρου να σέβονται τη ροή και το πνεύμα του παιχνιδιού. Τόσο οι δραστηριότητες παιχνιδιού που κατευθύνονται από τα παιδιά όσο και αυτές που κατευθύνονται από τους εκπαιδευτικούς μπορούν να παρακινήσουν ιδέες και ενδιαφέροντα που να μπορούν να εξελίσσονται και να προεκτείνονται. Δεν πρέπει να πιστεύουμε ότι το παιχνίδι έχει αξία μόνο όταν αποφέρει μαθησιακά αποτελέσματα ή ότι πρέπει να είναι πάντα δομημένο και οργανωμένο από τους εκπαιδευτικούς.
            Εν κατακλείδι, είναι αναγκαία η αναθεώρηση της θεωρίας γύρω από το παιχνίδι και η υιοθέτηση μιας παιδαγωγικής του παιχνιδιού, οριζόμενης από τις παιδαγωγικές τεχνικές και στρατηγικές που μπορούν να χρησιμοποιήσουν οι εκπαιδευτικοί για την υποστήριξη και προώθηση αφ’ ενός μεν μια αρμονικής σύζευξης μεταξύ παιχνιδιού, μάθησης και διδασκαλίας και αφ’ ετέρου της σύνδεσης των παιδικών βιωμάτων και δραστηριοτήτων.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Aυγητίδου, Σ. (2001). Το παιχνίδι: Σύγχρονες ερευνητικές και διδακτικές προσεγγίσεις. Αθήνα: Τυπωθήτω.
Brown, C.R., & Marchant, C. (2002). Play in practice. Case studies in young children’s play. Bank Street College: The early childhood consortium.
Bruner, J. (1972). The nature and uses of immaturity. American psychologist, 27, 687-708.
Δαφέρμου, Χ. Κουλούρη, Π. & Μπασαγιάννη, Ε. (2006). Οδηγός νηπιαγωγού. Αθήνα: Π.Ι.
Dodge, D. & Colker, L. (1996, A’ ed. 1992). The creative curriculum for early childhood. Washington, DC: Teaching Strategies Inc.
Driscoll, A. & Nagel, N. (2002). Early childhood education. Boston: Allyn and Bacon.
Feeney, S., Christensen, D. & Moravcik, E. (1996). Who am I in the lives of children? Englewood Cliffs, NJ: Merril.
Fennimore, B., & Vold, E. (1992). Education today for a multicultural world in Victoria Jean Dimidjian Play’s place in public education of young children, pp. 95-103. Washington: National Education Association.
Kostelnik, M.J., Soderman, A.K. & Whiren, A.P. (1993). Developmentally appropriate programs in early childhood education. New York: Merril.
Losardo, A. & Notari-Syverson, A. (2001). Alternative approaches to assessing young children. Baltimore, MD: Paul H. Brookes.
Μaxim, G.W. (1989). The very young child (3rd ed.) Englewood Cliffs, NJ: Merril/Prentice-Hall.
Meckley, A. (2002). Observing children’s play: Mindful methods. Paper presented to the International Toy Research Association, London, 12 August 2002.
National Association for the Education of Young Children and National Association of Early Childhood Specialists in State Departments of Education (NAEYC & NAECS/ SDE), (1991). Guidelines for appropriate curricular content and assessment in programs for serving children ages 3 through 8. Young Children, 46 (3), 21-38.
Ντολιοπούλου, E. & Γουργιώτου, E. (2008). H αξιολόγηση στην εκπαίδευση. Με έμφαση στην προσχολική. Αθήνα: Gutenberg.
Saracho, O. & Spodek, B. (1998). Play in early childhood education, in Multiple perspectives on play in early childhood education. (Introduction) Albany: State University of New York.
Smith, P.K. (1994). Play and the uses of play, in R. Moyles, The excellence of play. Buckingham, Philadelphia: Open University Press.
Sayeed, Z. & Guerin, E. (2000). Early years play: A happy medium for assessment and intervention. London: David Fulton.
Scales, B., Almy, M., Nicolopoulou, A., & Ervin-Tripp, S. (1991). Play and the social context of development in early care and education. New York: Teachers College Press.
Σιβροπούλου, Ρ. (1998). Η οργάνωση και ο σχεδιασμός του χώρου στο πλαίσιο του παιχνιδιού. Αθήνα: Πατάκης.
VanHoom, J., Nourot, P., & Alward, K. (1999). Play at the center of the curriculum. Columbus, OH: Merril.
Vygotsky, L. (1967). Play and its role in the mental development  of the child. Soviet Psychology, 12, 62-76.
Vygotsky, L. (1978). The role of play in development, in M. Cole, V. John-Steiner, S. Scribner, & E. Souberman (eds.), Mind in society: The development of higher psychological processes, pp. 92-104. Cambridge, MA: Harvard University Press.
Winnicott, D. (1971). Playing and reality. New York: Routledge.
Wood, E. (2004). Developing a pedagogy of play for the 21st century, in Anning, J. Cullen and M. Fleer (eds) Early childhood education: Society and culture. (pp. 17-30). London: Sage.
Wood, Ε. & Attfield,J. (2005). Play, learning and the early childhood curriculum. Second Edition.Thousand Oaks:Paul Chapman Publishing.



[1] Επιμέρους λειτουργικοί χώροι, κατάλληλα οργανωμένοι ώστε να καλύπτουν όλες τις ανάγκες των παιδιών για παιχνίδι. Για παράδειγμα για κινητικό παιχνίδι (γωνιά οικοδομικού υλικού), για ήρεμες δραστηριότητες (γωνιά βιβλιοθήκης), για συμβολικό παιχνίδι (γωνιά ιατρείου, κουκλόσπιτο), για δημιουργικό παιχνίδι (γωνιά εικαστικών), κ.ά.