Όταν έμαθα ότι ήμουν έγκυος, δεν προσευχόμουν να γεννήσω ένα όμορφο μωρό. Αυτό ίσως το ονειρευόμουν, αλλά το μόνο πράγμα που με απασχολούσε ήταν να γεννήσω ένα υγιές παιδί. Έτρεμα στη σκέψη ότι μπορεί το μωράκι μου να είχε αυτισμό, σπαστικότητα, νοητική στέρηση. Έτρεμα, γιατί έχω ζήσει από κοντά τον πόνο της μάνας που κλαίει μερόνυχτα για τον ρατσισμό που δέχεται το παιδάκι της. Οικογένειες διαλύονται γιατί δεν αντέχουν το βάρος… Παιδιά ζουν σαν μπαλάκια, πότε στο ένα ίδρυμα και πότε στο άλλο γιατί δεν τα δέχονται στα σχολεία. Άνθρωποι τους συμπεριφέρονται σαν μιάσματα, σχεδόν τους φοβούνται και τους απεχθάνονται… Κάθε φορά που συναντώ μαμάδες με αυτιστικά παιδάκια, διαλύομαι. Πώς να περιγράψεις τον πόνο τους; Πώς να τον νιώσεις τη στιγμή που το δικό σου παιδί χαίρει άκρας υγείας, παίζει με τα υπόλοιπα παιδάκια στην παιδική χαρά, πάει καθημερινά στο σχολείο… Αυτές οι μαμάδες, είναι σύγχρονες ηρωίδες και σε αυτές τις μαμάδες είναι αφιερωμένο το σημερινό post. Αυτό που θα διαβάσετε, είναι το γράμμα που έγραψε η Κατερίνα για την καλή της φίλη που αγωνίζεται να μεγαλώσει αξιοπρεπώς το αυτιστικό παιδί της. Η Κατερίνα δεν είναι δημοσιογράφος, ούτε συγγραφέας. Όμως θα εκπλαγείτε με το συγκινητικό γράψιμό της, με την αληθινή της γραφή που ξεχειλίζει σε περιγραφικότητα και συναίσθημα. Κατερίνα, σ’ ευχαριστώ γι’ αυτό που διάβασα! «Όταν ήμουν στην Έκτη Δημοτικού έγινε κάτι μαγικό! Γνώρισα τον Τάκη! Ο Τάκης ήταν ένα παιδί με ειδικές ανάγκες, κάποια χρόνια μεγαλύτερός μου. Ήταν η μασκότ της περιοχής με την κακή, κάκιστη έννοια… Τα παιδιά τον κορόιδευαν, οι μεγάλοι τον κορόιδευαν, όλοι τον κορόιδευαν και τον περιγελούσαν κι έκαναν πλάκα με τον Τάκη. Με τον τρόπο που μιλούσε ή προσπαθούσε να μιλήσει, με τις άναρθρες κραυγές του, με τις άτσαλες κινήσεις και τους μανιερισμούς του, με το γέλιο του και το ορθάνοιχτο στόμα του. Κι εκείνος γελούσε ακόμη περισσότερο προκαλώντας ακόμη περισσότερο τις κοροϊδίες και τα πειράγματα. Ήταν η πρώτη ημέρα στην Έκτη τάξη και θυμάμαι την μαμά του Τάκη να τον κρατά από το χέρι ολόκληρο άντρα και να μιλά με το δάσκαλο. Έκλαιγε, έκλαιγε γοερά και θυμάμαι μια φράση που άκουσα στα κλεφτά “Θα γονατίσω εδώ μπροστά σας, να σας φιλήσω τα πόδια. Σας ικετεύω, σας παρακαλώ, σας παρακαλώ”. Δεν το ήξερα τότε, μα έβλεπα μια Ικέτιδα… Αμέσως μετά ο Τάκης μπήκε στην τάξη με το δάσκαλο κι έγινε χαμός. Γέλια, φωνές, λες κι ήρθε το τσίρκο… Ο δάσκαλος δεν μας μάλωσε, δεν είπε τίποτε. Έβαλε τον Τάκη να καθίσει στο πρώτο θρανίο και μας ανακοίνωσε πως κάθε λίγες ημέρες ένα νέο παιδί από όλους εμάς θα καθόταν δίπλα στον Τάκη και θα είχε την ευθύνη του, έτσι ώστε ο Τάκης να μη χάνει τα μαθήματα, να βρίσκει τα μολύβια και να μαζεύει τα πράγματά του, να έχει βοήθεια στο διάβασμα… Φρίξαμε! Θα καθόμασταν μαζί με τον Τάκη; Μα ο Τάκης έχει σάλια. “Θα του μάθετε να τα σκουπίζει!”, μας είπε ο δάσκαλος. Μα ο Τάκης μας πειράζει, μας χτυπάει, μας ενοχλεί. “Θα σταματήσετε να τον πειράζετε, να τον χτυπάτε, να τον ενοχλείτε!”, έλεγε εκείνος. Μα ο Τάκης δεν ξέρει να διαβάζει καν! “Θα τον βοηθήσετε εσείς, να μάθει να διαβάζει!”. Κι έτσι η τάξη στην Έκτη Δημοτικού εκείνη την αξέχαστη χρονιά… ανέλαβε τον Τάκη. Κάθισα κι εγώ μαζί του σαν ήρθε η σειρά μου και τον θυμάμαι τόσο χαρούμενο και γελαστό, τόσο γενναιόδωρο για τη βοήθεια, τόσο αγωνιστή και τόσο ευτυχισμένο για πρώτη φορά! Θυμάμαι να προσπαθώ να τον κάνω να πει το όνομά μου κι όταν τα κατάφερε τι απίθανο ήταν εκείνο το χειροκρότημα και το άναρθρο δυνατό του γέλιο με το λαμπερό πρόσωπο! Θα μου μείνει αξέχαστο! Στο τέλος της χρονιάς ο Τάκης είχε μάθει να διαβάζει, μάζευε τα πράγματά του και πάντα ερχόταν προετοιμασμένος για την επόμενη ημέρα! Και το πιο σημαντικό: Είχε φίλους! Έπαιζε μαζί με τα αγόρια ποδόσφαιρο και με τα κορίτσια κυνηγητό κι αν και ήταν άτσαλος και αργός πάντα ήταν μαζί μας στα ομαδικά παιχνίδια. Έκανε για πρώτη φορά παρέλαση, περήφανος κι όλοι τον χειροκροτούσαν παρόλο που έχανε το βήμα του, επιτέλους αποδεκτός μπροστά σε όλους εκείνους που τον είχαν σαν παιχνίδι. Στο τέλος της χρονιάς ο Τάκης ήταν ο προστατευόμενός μας, κανείς δεν τον πείραζε, κανείς δεν τον ενοχλούσε, δεν ανεχόμασταν λέξη για εκείνον… Ο Τάκης είχε γίνει από ιδιαίτερος ξεχωριστός… Σπάνιος! Κι ήταν δικός μας και νιώθαμε κι εμείς ξεχωριστοί μαζί του. Την τελευταία ημέρα στο σχολείο, θυμάμαι την μαμά του Τάκη. Κρατούσε στα χέρια της τα χέρια του δασκάλου, είχε το πρόσωπό της κολλημένο σε εκείνα τα ντροπαλά του χέρια, τα φιλούσε κι έκλαιγε με λυγμούς, ψιθυρίζοντας “ευχαριστώ, ευχαριστώ…”. Ήταν η τελευταία του χρονιά στο σχολείο η Έκτη Δημοτικού. Δεν πήγε ποτέ στο γυμνάσιο ο Τάκης… Η μαμά μου ακόμη τον θυμάται και κλαίει κι ακόμη θυμόμαστε εκείνον το δάσκαλο, τον καταπληκτικό εκείνο άνθρωπο που μας έκανε το μεγαλύτερο δώρο που μπορούσε να κάνει ένας δάσκαλος… Μας έκανε υπεύθυνους ανθρώπους. Μας έκανε ανθρώπους! Εκείνον τον απίθανο μπουρλοτιέρη που έβαλε φωτιά στα όνειρα μας… Δραγανίδης ήταν το όνομα του. Δεν έχω γράψει ποτέ μου ονόματα μα θα κάνω μιαν εξαίρεση για αυτόν τον ξεχωριστό παιδαγωγό. Ο κύριος Δραγανίδης… νέος, ξανθός, μουσάτος, ψηλός, αδύνατος κι όμορφος, σαν το Χριστό τον ίδιο. Όπου κι αν είσαι δάσκαλε, καλή σου ώρα και σε ευχαριστώ! Πριν λίγα χρόνια γεννήθηκαν τα παιδιά μας κι ήμασταν ευτυχισμένοι μα για ένα αγαπημένο μας ζευγάρι η ευτυχία είχε πίκρα και πόνο όταν διαπιστώθηκε πως ο πανέμορφος γιος τους μεγαλώνοντας ανέπτυσσε κάποιες ιδιαιτερότητες στη νοητική και κινητική του ανάπτυξη. |
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2013
Ένα συγκλονιστικό γράμμα για ένα ιδιαίτερο παιδί. Ένα μάθημα ζωής για όλους μας!
Τρίτη 25 Δεκεμβρίου 2012
ΤΟ ΔΕΙΠΝΟ
Η γυναίκα μου μού πρότεινε να βγω με άλλη γυναίκα.
ʽΓνωρίζεις πολύ καλά πως την αγαπάςʼ μου είπε μια μέρα ξαφνιάζοντάς με.
ʽΗ ζωή είναι πολύ σύντομη, αφιέρωσέ της χρόνο.ʼ
ʽΜα εγώ ΕΣΕΝΑ αγαπώʼ της είπα έντονα.
ʽΤο ξέρω. Εξίσου όμως αγαπάς κι εκείνη.ʼ
Η άλλη γυναίκα, την οποία η γυναίκα μου ήθελε να επισκεφθώ, ήταν η μητέρα μου, χήρα εδώ και χρόνια. Όμως οι απαιτήσεις της δουλειάς και των παιδιών με ανάγκαζαν να την επισκέπτομαι αραιά και που.ʼ
Εκείνο το βράδυ της τηλεφώνησα και την προσκάλεσα έξω σε δείπνο και μετά για κινηματογράφο.
ʽΤι συμβαίνει; Είσαι καλά;ʼ με ρώτησε.
Η μητέρα μου είναι από τους ανθρώπους που εκλαμβάνει ένα νυχτερινό τηλεφώνημα ή μια αναπάντεχη πρόσκληση ως αρχή κακών μαντάτων.
ʽΝόμιζα πως θα ήταν καλή ιδέα να περνούσαμε λίγο χρόνο μαζίʼ της απάντησα. ʽΟι δυο μας μόνοι… Τί λες;ʼ
Σκέφθηκε λιγάκι και απάντησε: ʽΘα το ήθελα πολύ.ʼ
Εκείνη την Παρασκευή, καθώς οδηγούσα μετά το γραφείο για να πάω να την πάρω, αισθανόμουν περίεργα. Ήταν ο εκνευρισμός που προηγείται ενός ραντεβού… Και πώς τα φέρνει η ζωή, όταν έφθασα στο σπίτι της, παρατήρησα πως και η ίδια ήταν φοβερά συγκινημένη!
Με περίμενε στην πόρτα φορώντας το παλιό καλό παλτό της, είχε περιποιηθεί τα μαλλιά της και ήταν ντυμένη με το φόρεμα με το οποίο είχε εορτάσει την τελευταία επέτειο του γάμου της. Το πρόσωπό της χαμογελούσε, ακτινοβολούσε φως, όπως το πρόσωπο ενός αγγέλου.
ʽΕίπα στις φίλες μου ότι θα βγω με το γιο μου και όλες τους συγκινήθηκανʼ μου είπε καθώς έμπαινε στο αυτοκίνητό μου. ʽΔεν μπορούν να περιμένουν μέχρι αύριο για να μάθουν τα πάντα για τη βραδυνή έξοδό μας.ʼ
Πήγαμε σε ένα εστιατόριο όχι από τα καλά, αλλά με ζεστή ατμόσφαιρα. Η μητέρα μου με έπιασε από το μπράτσο σαν να ήταν ΄Η Πρώτη Κυρία της χώρας.΄
Μόλις καθήσαμε, έπρεπε εγώ να της διαβάσω τον κατάλογο με τα φαγητά. Το μόνο που ΄έπιαναν΄ τα μάτια της ήταν κάτι μεγάλες φιγούρες.
Μόλις έφθασα στη μέση του καταλόγου, σήκωσα το πρόσωπό μου. Η μαμά μου καθόταν στην άλλη άκρη του τραπεζιού και με χάζευε. Ένα νοσταλγικό χαμόγελο πέρασε από τα χείλη της.
ʽΕγώ ήμουν αυτή που σου διάβαζε τον κατάλογο, όταν ήσουν μικρός, θυμάσαι;ʼ
ʽΉρθε η ώρα, λοιπόν, να ξεκουραστείς και να μου επιτρέψεις να σου ανταποδώσω τη χάρηʼ απάντησα.
Κατά τη διάρκεια του γεύματος είχαμε μια ευχάριστη συζήτηση, τίποτα το εξαιρετικό, απλά το πώς περνάει ο καθένας μας κάθε μέρα.
Μιλούσαμε για ώρες, που τελικά χάσαμε την ταινία στον κινηματογράφο.
ʽΘα βγω μαζί σου την επόμενη φορά, αν μου επιτρέψεις να κάνω εγώ την πρότασηʼ μου είπε η μητέρα μου καθώς την επέστρεφα στο σπίτι. Την φίλησα, την αγκάλιασα.
ʽΠώς πήγε το ραντεβού;ʼ θέλησε να μάθει η γυναίκα μου μόλις μπήκα στο σπίτι εκείνο το βράδυ.
ʽΠολύ όμορφα, σ΄ευχαριστώ. Περισσότερο κι απ΄ό,τι περίμενα.ʼ της απάντησα.
Μερικές μέρες αργότερα η μητέρα μου ΄έφυγε΄ από ανακοπή της καρδιάς. Όλα συνέβησαν τόσο γρήγορα, δεν μπόρεσα να κάνω τίποτα.
Λίγο καιρό μετά, έλαβα έναν φακέλο από το εστιατόριο όπου είχαμε δειπνήσει η μητέρα μου κι εγώ. Μέσα είχε ένα σημείωμα που έγραφε:
ʽΤο δείπνο είναι προπληρωμένο. Ήμουν σχεδόν βέβαιη πως δεν θα μπορούσα να παρευρεθώ, κι έτσι πλήρωσα για δύο άτομα, για σένα και τη σύζυγό σου. Δεν θα μπορέσεις ποτέ σου να αισθανθείς τί σήμαινε εκείνη η βραδιά για μένα. Σε αγαπώ!ʼ
Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα τη σπουδαιότητα του να είχα πει εγκαίρως ʽΣΕ ΑΓΑΠΩʼ.
Συνειδητοποίησα ακόμη τη σπουδαιότητα του να δίνουμε στους αγαπημένους μας το χρόνο που τους αξίζει. Τίποτα στη ζωή δεν είναι και δεν θα είναι πιο σημαντικό από την οικογένεια σου. Αφιέρωσε χρόνο σ΄αυτούς που αγαπάς, γιατί αυτοί δεν μπορούν να περιμένουν.
ʽΓνωρίζεις πολύ καλά πως την αγαπάςʼ μου είπε μια μέρα ξαφνιάζοντάς με.
ʽΗ ζωή είναι πολύ σύντομη, αφιέρωσέ της χρόνο.ʼ
ʽΜα εγώ ΕΣΕΝΑ αγαπώʼ της είπα έντονα.
ʽΤο ξέρω. Εξίσου όμως αγαπάς κι εκείνη.ʼ
Η άλλη γυναίκα, την οποία η γυναίκα μου ήθελε να επισκεφθώ, ήταν η μητέρα μου, χήρα εδώ και χρόνια. Όμως οι απαιτήσεις της δουλειάς και των παιδιών με ανάγκαζαν να την επισκέπτομαι αραιά και που.ʼ
Εκείνο το βράδυ της τηλεφώνησα και την προσκάλεσα έξω σε δείπνο και μετά για κινηματογράφο.
ʽΤι συμβαίνει; Είσαι καλά;ʼ με ρώτησε.
Η μητέρα μου είναι από τους ανθρώπους που εκλαμβάνει ένα νυχτερινό τηλεφώνημα ή μια αναπάντεχη πρόσκληση ως αρχή κακών μαντάτων.
ʽΝόμιζα πως θα ήταν καλή ιδέα να περνούσαμε λίγο χρόνο μαζίʼ της απάντησα. ʽΟι δυο μας μόνοι… Τί λες;ʼ
Σκέφθηκε λιγάκι και απάντησε: ʽΘα το ήθελα πολύ.ʼ
Εκείνη την Παρασκευή, καθώς οδηγούσα μετά το γραφείο για να πάω να την πάρω, αισθανόμουν περίεργα. Ήταν ο εκνευρισμός που προηγείται ενός ραντεβού… Και πώς τα φέρνει η ζωή, όταν έφθασα στο σπίτι της, παρατήρησα πως και η ίδια ήταν φοβερά συγκινημένη!
Με περίμενε στην πόρτα φορώντας το παλιό καλό παλτό της, είχε περιποιηθεί τα μαλλιά της και ήταν ντυμένη με το φόρεμα με το οποίο είχε εορτάσει την τελευταία επέτειο του γάμου της. Το πρόσωπό της χαμογελούσε, ακτινοβολούσε φως, όπως το πρόσωπο ενός αγγέλου.
ʽΕίπα στις φίλες μου ότι θα βγω με το γιο μου και όλες τους συγκινήθηκανʼ μου είπε καθώς έμπαινε στο αυτοκίνητό μου. ʽΔεν μπορούν να περιμένουν μέχρι αύριο για να μάθουν τα πάντα για τη βραδυνή έξοδό μας.ʼ
Πήγαμε σε ένα εστιατόριο όχι από τα καλά, αλλά με ζεστή ατμόσφαιρα. Η μητέρα μου με έπιασε από το μπράτσο σαν να ήταν ΄Η Πρώτη Κυρία της χώρας.΄
Μόλις καθήσαμε, έπρεπε εγώ να της διαβάσω τον κατάλογο με τα φαγητά. Το μόνο που ΄έπιαναν΄ τα μάτια της ήταν κάτι μεγάλες φιγούρες.
Μόλις έφθασα στη μέση του καταλόγου, σήκωσα το πρόσωπό μου. Η μαμά μου καθόταν στην άλλη άκρη του τραπεζιού και με χάζευε. Ένα νοσταλγικό χαμόγελο πέρασε από τα χείλη της.
ʽΕγώ ήμουν αυτή που σου διάβαζε τον κατάλογο, όταν ήσουν μικρός, θυμάσαι;ʼ
ʽΉρθε η ώρα, λοιπόν, να ξεκουραστείς και να μου επιτρέψεις να σου ανταποδώσω τη χάρηʼ απάντησα.
Κατά τη διάρκεια του γεύματος είχαμε μια ευχάριστη συζήτηση, τίποτα το εξαιρετικό, απλά το πώς περνάει ο καθένας μας κάθε μέρα.
Μιλούσαμε για ώρες, που τελικά χάσαμε την ταινία στον κινηματογράφο.
ʽΘα βγω μαζί σου την επόμενη φορά, αν μου επιτρέψεις να κάνω εγώ την πρότασηʼ μου είπε η μητέρα μου καθώς την επέστρεφα στο σπίτι. Την φίλησα, την αγκάλιασα.
ʽΠώς πήγε το ραντεβού;ʼ θέλησε να μάθει η γυναίκα μου μόλις μπήκα στο σπίτι εκείνο το βράδυ.
ʽΠολύ όμορφα, σ΄ευχαριστώ. Περισσότερο κι απ΄ό,τι περίμενα.ʼ της απάντησα.
Μερικές μέρες αργότερα η μητέρα μου ΄έφυγε΄ από ανακοπή της καρδιάς. Όλα συνέβησαν τόσο γρήγορα, δεν μπόρεσα να κάνω τίποτα.
Λίγο καιρό μετά, έλαβα έναν φακέλο από το εστιατόριο όπου είχαμε δειπνήσει η μητέρα μου κι εγώ. Μέσα είχε ένα σημείωμα που έγραφε:
ʽΤο δείπνο είναι προπληρωμένο. Ήμουν σχεδόν βέβαιη πως δεν θα μπορούσα να παρευρεθώ, κι έτσι πλήρωσα για δύο άτομα, για σένα και τη σύζυγό σου. Δεν θα μπορέσεις ποτέ σου να αισθανθείς τί σήμαινε εκείνη η βραδιά για μένα. Σε αγαπώ!ʼ
Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα τη σπουδαιότητα του να είχα πει εγκαίρως ʽΣΕ ΑΓΑΠΩʼ.
Συνειδητοποίησα ακόμη τη σπουδαιότητα του να δίνουμε στους αγαπημένους μας το χρόνο που τους αξίζει. Τίποτα στη ζωή δεν είναι και δεν θα είναι πιο σημαντικό από την οικογένεια σου. Αφιέρωσε χρόνο σ΄αυτούς που αγαπάς, γιατί αυτοί δεν μπορούν να περιμένουν.
Δευτέρα 28 Μαΐου 2012
Μια ακόμη ιστορία...με όμορφο νόημα
Ένας τουρίστας συγχάρηκε τους ντόπιους αλιείς σχετικά με την ποιότητα των ψαριών τους και τους ρώτησε πόσο καιρό τους πήρε να τα πιάσουν.
«Όχι πολύ καιρό." απάντησαν με μια φωνή.
"Γιατί να μην μένετε έξω περισσότερο και να ψαρεύετε περισσότερα;"
Οι αλιείς εξήγησαν ότι τα μικρά τα αλιεύματά τους ήταν επαρκή για να καλύψουν τις ανάγκες τους και των οικογενειών τους.
"Μα τι κάνετε με τον υπόλοιπο χρόνο σας;"
"Εμείς κοιμόμαστε αργά, ψαρεύουμε λίγο, παίζουμε με τα παιδιά μας, και κάνουμε siesta με τις συζύγους μας. Τα απογεύματα έχουμε ένα σνακ στην παραλία
Ή πηγαίνουμε στο χωριό για να δούμε τους φίλους μας στο καφενείο, να πιούμε μερικά ποτά και να παίξουμε τάβλι.
Έχουμε μια γεμάτη ζωή. "
Η τουρίστρια τους διέκοψε,
"Έχω ένα MBA από το Harvard και μπορώ να σας βοηθήσω!
Θα πρέπει να ξεκινήσετε με το να ψαρεύετε περισσότερο κάθε μέρα.
Μπορείτε να πουλήσετε τότε τα επιπλέον ψάρια που πιάνετε.
Με τα πρόσθετα έσοδα, μπορείτε να αγοράσετε ένα μεγαλύτερο σκάφος. "
"Και μετά;"
"Με τα επιπλέον χρήματα θα έρθει το μεγαλύτερο πλοίο,
& μπορείτε να αγοράσετε ένα δεύτερο και ένα τρίτο
και ούτω καθεξής μέχρι να έχετε έναν ολόκληρο στόλο από μηχανότρατες.
Αντί να πωλούν τα ψάρια σας σε μεσάζοντα,
μπορείτε να διαπραγματεύεστε άμεσα με τις μονάδες επεξεργασίας
και ίσως ακόμη και να ανοίξετε τη δική σας μονάδα.
Μπορείτε να αφήσετε τότε αυτό το μικρό χωριό και να κινηθείτε προς την Αθήνα ή ακόμα και το Λονδίνο!
Από εκεί μπορείτε να διευθύνετε την τεράστια νέα επιχείρησή σας. "
"Πόσο καιρό θα πάρει αυτό;"
"Είκοσι, ίσως και είκοσι πέντε χρόνια." απάντησε ο τουρίστας.
"Και μετά;"
"Μετά; Λοιπόν φίλε μου, μετά είναι που γίνεται πραγματικά ενδιαφέρον," απάντησε ο τουρίστας, γελώντας. «Όταν η επιχείρησή σας είναι πραγματικά μεγάλη, μπορείτε να αρχίσετε να αγοράζετε και να πουλάτε μετοχές και να κάνετε εκατομμύρια!"
«Εκατομμύρια; Αλήθεια; Και μετά από αυτό;" Ρώτησε ένας από τους αλιείς.
"Μετά από αυτό θα είστε σε θέση να συνταξιοδοτηθείτε, να ζήσετε σε ένα μικρό χωριό κοντά στην ακτή, να κοιμάστε αργά, να παίζετε με τα παιδιά σας, να πιάνετε κανένα ψάρι, να πάρτε μια σιέστα με τη σύζυγό σας και να περνάτε τα βράδια σας πίνοντας και απολαμβάνοντας με τους φίλους σας."
"Με όλο το σεβασμό κύριε, αλλά αυτό, είναι ακριβώς αυτό που κάνουμε τώρα. Ποιος ο λόγος λοιπόν να σπαταλήσουμε είκοσι πέντε χρόνια;" ρώτησαν οι έλληνες αλιείς;
Και το ηθικό δίδαγμα αυτής της ιστορίας είναι:
Να γνωρίζετε πού πηγαίνετε στη ζωή...
μπορεί να είστε ήδη ΕΚΕΙ.
Κυριακή 27 Μαΐου 2012
ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΕ ΝΟΗΜΑ
Μια μέρα εμφανίστηκε σε ένα χωριό ένας άνδρας με γραβάτα. Ανέβηκε σε ένα
παγκάκι και φώναξε σε όλο τον τοπικό πληθυσμό ότι θα αγόραζε όλα τα
γαϊδούρια που θα του πήγαιναν, έναντι 100 ευρώ και μάλιστα μετρητά. Οι
ντόπιοι το βρήκαν λίγο περίεργο, αλλά η τιμή ήταν πολύ καλή και όσοι
προχώρησαν στην πώληση γύρισαν σπίτι με το τσαντάκι γεμάτο και το
χαμόγελο στα χείλη.
Ο άνδρας με τη γραβάτα επέστρεψε την επόμενη μέρα και πρόσφερε 150 ευρώ για κάθε απούλητο γάιδαρο, κι έτσι οι περισσότεροι κάτοικοι πούλησαν τα ζώα τους. Τις επόμενες ημέρες προσέφερε 300 ευρώ για όσα ελάχιστα ζώα ήταν ακόμα απούλητα με αποτέλεσμα και οι τελευταίοι αμετανόητοι να πουλήσουν τα γαϊδούρια τους. Μετά συνειδητοποίησε ότι στο χωριό δεν έμεινε πια ούτε ένας γάιδαρος και ανακοίνωσε σε όλους ότι θα επέστρεφε μετά από μια εβδομάδα για να αγοράσει οποιοδήποτε γάιδαρο έβρισκε έναντι 500 ευρώ! Και αποχώρησε.
Την επόμενη μέρα ανέθεσε στον συνέταιρό του το κοπάδι των γαϊδάρων που είχε αγοράσει και τον έστειλε στο ίδιο χωριό με εντολή να τα πουλήσει όλα στην τιμή των 400 ευρώ το ένα. Οι κάτοικοι βλέποντας την δυνατότητα να κερδίσουν 100 ευρώ την επόμενη εβδομάδα, αγόρασαν ξανά τα ζώα τους 4 φορές πιο ακριβά από ότι τα είχανε πουλήσει, και για να το κάνουν αυτό, αναγκάστηκαν να ζητήσουν δάνειο από την τοπική τράπεζα. Όπως φαντάζεστε, μετά την συναλλαγή οι δύο επιχειρηματίες έφυγαν διακοπές σε έναν φορολογικό παράδεισο της Καραϊβικής, ενώ οι κάτοικοι του χωριού βρέθηκαν υπερχρεωμένοι, απογοητευμένοι, και με τα γαϊδούρια στην κατοχή τους που δεν άξιζαν πλέον τίποτα.Φυσικά οι αγρότες προσπάθησαν να πουλήσουν τα ζώα για να καλύψουν τα χρέη. Μάταια. Η αξία τους είχε πατώσει. Η τράπεζα λοιπόν κατάσχεσε τα γαϊδούρια και εν συνεχεία τα νοίκιασε στους πρώην ιδιοκτήτες τους. Ο τραπεζίτης όμως πήγε στον δήμαρχο του χωριού και του εξήγησε ότι εάν δεν ανακτούσε τα κεφάλαια που είχε δανείσει θα κατέρρεε και αυτός, και κατά συνέπεια θα ζητούσε αμέσως το κλείσιμο της ανοικτής πίστωσης που είχε με τον δήμο. Πανικόβλητος ο δήμαρχος και για να αποφύγει την καταστροφή, αντί να δώσει λεφτά στους κατοίκους του χωριού για να καλύψουν τα χρέη τους, έδωσε λεφτά στον τραπεζίτη, ο οποίος παρεμπιπτόντως ήταν κουμπάρος του δημοτικού συμβούλου. Δυστυχώς όμως ο τραπεζίτης αφού ανέκτησε το κεφάλαιό του, δεν έσβησε το χρέος των κατοίκων, και ούτε το χρέος του δήμου, ο οποίος φυσικά βρέθηκε ένα βήμα πριν την πτώχευση. Βλέποντας τα χρέη να πολλαπλασιάζονται και στριμωγμένος από τα επιτόκια, ο δήμαρχος ζήτησε βοήθεια από τους γειτονικούς δήμους. Αυτοί όμως του έδωσαν αρνητική απάντηση, γιατί όπως του είπαν είχαν υποστεί την ίδια ζημιά με τους δικούς τους γαϊδάρους!! Ο τραπεζίτης τότε έδωσε στον δήμαρχο την «ανιδιοτελή» συμβουλή / οδηγία να μειώσει τα έξοδα του δήμου: λιγότερα λεφτά για τα σχολεία, για το νοσοκομείο του χωριού, για την δημοτική αστυνομία, κατάργηση των κοινωνικών προγραμμάτων, της έρευνας, μείωση της χρηματοδότησης για καινούρια έργα υποδομών. Αυξήθηκε η ηλικία συνταξιοδότησης, απολύθηκαν οι περισσότεροι υπάλληλοι του δημαρχείου, έπεσαν οι μισθοί και αυξήθηκαν οι φόροι. Ήταν έλεγε αναπόφευκτο, αλλά υποσχόταν με αυτές τις διαρθρωτικές αλλαγές «να βάλει τάξη στη λειτουργία του δημοσίου, να βάλει τέλος στις σπατάλες» και να . ηθικοποιήσει το εμπόριο των γαϊδάρων. Η ιστορία άρχισε να γίνεται ενδιαφέρουσα όταν μαθεύτηκε πως οι δυο επιχειρηματίες και ο τραπεζίτης είναι ξαδέρφια και μένουν μαζί σε ένα νησί κοντά στις Μπαχάμες, το οποίο και αγόρασαν, με τον ιδρώτα τους. Ονομάζονται οικογένεια Χρηματοπιστωτικών Αγορών, και με μεγάλη γενναιότητα προσφέρθηκαν να χρηματοδοτήσουν την εκλογική εκστρατεία των δημάρχων των χωριών της περιοχής. Σε κάθε περίπτωση η ιστορία δεν έχει τελειώσει γιατί κανείς δεν γνωρίζει τι έκαναν μετά οι αγρότες.
Ο άνδρας με τη γραβάτα επέστρεψε την επόμενη μέρα και πρόσφερε 150 ευρώ για κάθε απούλητο γάιδαρο, κι έτσι οι περισσότεροι κάτοικοι πούλησαν τα ζώα τους. Τις επόμενες ημέρες προσέφερε 300 ευρώ για όσα ελάχιστα ζώα ήταν ακόμα απούλητα με αποτέλεσμα και οι τελευταίοι αμετανόητοι να πουλήσουν τα γαϊδούρια τους. Μετά συνειδητοποίησε ότι στο χωριό δεν έμεινε πια ούτε ένας γάιδαρος και ανακοίνωσε σε όλους ότι θα επέστρεφε μετά από μια εβδομάδα για να αγοράσει οποιοδήποτε γάιδαρο έβρισκε έναντι 500 ευρώ! Και αποχώρησε.
Την επόμενη μέρα ανέθεσε στον συνέταιρό του το κοπάδι των γαϊδάρων που είχε αγοράσει και τον έστειλε στο ίδιο χωριό με εντολή να τα πουλήσει όλα στην τιμή των 400 ευρώ το ένα. Οι κάτοικοι βλέποντας την δυνατότητα να κερδίσουν 100 ευρώ την επόμενη εβδομάδα, αγόρασαν ξανά τα ζώα τους 4 φορές πιο ακριβά από ότι τα είχανε πουλήσει, και για να το κάνουν αυτό, αναγκάστηκαν να ζητήσουν δάνειο από την τοπική τράπεζα. Όπως φαντάζεστε, μετά την συναλλαγή οι δύο επιχειρηματίες έφυγαν διακοπές σε έναν φορολογικό παράδεισο της Καραϊβικής, ενώ οι κάτοικοι του χωριού βρέθηκαν υπερχρεωμένοι, απογοητευμένοι, και με τα γαϊδούρια στην κατοχή τους που δεν άξιζαν πλέον τίποτα.Φυσικά οι αγρότες προσπάθησαν να πουλήσουν τα ζώα για να καλύψουν τα χρέη. Μάταια. Η αξία τους είχε πατώσει. Η τράπεζα λοιπόν κατάσχεσε τα γαϊδούρια και εν συνεχεία τα νοίκιασε στους πρώην ιδιοκτήτες τους. Ο τραπεζίτης όμως πήγε στον δήμαρχο του χωριού και του εξήγησε ότι εάν δεν ανακτούσε τα κεφάλαια που είχε δανείσει θα κατέρρεε και αυτός, και κατά συνέπεια θα ζητούσε αμέσως το κλείσιμο της ανοικτής πίστωσης που είχε με τον δήμο. Πανικόβλητος ο δήμαρχος και για να αποφύγει την καταστροφή, αντί να δώσει λεφτά στους κατοίκους του χωριού για να καλύψουν τα χρέη τους, έδωσε λεφτά στον τραπεζίτη, ο οποίος παρεμπιπτόντως ήταν κουμπάρος του δημοτικού συμβούλου. Δυστυχώς όμως ο τραπεζίτης αφού ανέκτησε το κεφάλαιό του, δεν έσβησε το χρέος των κατοίκων, και ούτε το χρέος του δήμου, ο οποίος φυσικά βρέθηκε ένα βήμα πριν την πτώχευση. Βλέποντας τα χρέη να πολλαπλασιάζονται και στριμωγμένος από τα επιτόκια, ο δήμαρχος ζήτησε βοήθεια από τους γειτονικούς δήμους. Αυτοί όμως του έδωσαν αρνητική απάντηση, γιατί όπως του είπαν είχαν υποστεί την ίδια ζημιά με τους δικούς τους γαϊδάρους!! Ο τραπεζίτης τότε έδωσε στον δήμαρχο την «ανιδιοτελή» συμβουλή / οδηγία να μειώσει τα έξοδα του δήμου: λιγότερα λεφτά για τα σχολεία, για το νοσοκομείο του χωριού, για την δημοτική αστυνομία, κατάργηση των κοινωνικών προγραμμάτων, της έρευνας, μείωση της χρηματοδότησης για καινούρια έργα υποδομών. Αυξήθηκε η ηλικία συνταξιοδότησης, απολύθηκαν οι περισσότεροι υπάλληλοι του δημαρχείου, έπεσαν οι μισθοί και αυξήθηκαν οι φόροι. Ήταν έλεγε αναπόφευκτο, αλλά υποσχόταν με αυτές τις διαρθρωτικές αλλαγές «να βάλει τάξη στη λειτουργία του δημοσίου, να βάλει τέλος στις σπατάλες» και να . ηθικοποιήσει το εμπόριο των γαϊδάρων. Η ιστορία άρχισε να γίνεται ενδιαφέρουσα όταν μαθεύτηκε πως οι δυο επιχειρηματίες και ο τραπεζίτης είναι ξαδέρφια και μένουν μαζί σε ένα νησί κοντά στις Μπαχάμες, το οποίο και αγόρασαν, με τον ιδρώτα τους. Ονομάζονται οικογένεια Χρηματοπιστωτικών Αγορών, και με μεγάλη γενναιότητα προσφέρθηκαν να χρηματοδοτήσουν την εκλογική εκστρατεία των δημάρχων των χωριών της περιοχής. Σε κάθε περίπτωση η ιστορία δεν έχει τελειώσει γιατί κανείς δεν γνωρίζει τι έκαναν μετά οι αγρότες.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)