Μια φορά κι έναν καιρό είχε κάτι πλάσματα κοντά
,
μαυριδερά, με μάτια κόκκινα, τράγινα πόδια, κάτι χέρια σαν
της μαϊμούς κι όλο το σώμα τριχωτό.
Αυτοί είναι οι Καλικάντζαροι.
Έχουν πολλά ονόματα: Κωλοβελόνηδες, Παγανά,
Βουρβούλακες, Καήδες, Κατουρλήδες, Καρκάντζολοι,
Κακανθρωπίσματα, Μαντρακούκηδες, Ξωτικά,
Σκαλκάντζαροι, Λυκοκάντζαροι, Καλλισπούδηδες
Σταχτιάδες, Πλανητάροι και Χρυσαφεντάδες.
Τα καλικαντζαράκια
Μην τα είδατε; Μην τα είδατε τα καλικαντζαράκια;
είναι μικρά παιδάκια
μικρά σαν σκαθαράκια.
Πάνω σε καρυδόφλουδα κάνουν θαλλασομάνι
κόβουνε μάνι-μάνι
κι αράζουν στο λιμάνι.
Μην τα είδατε; Μην τα είδατε; Εδώ και εκεί γυρίζουν
δοντάκια λαμπυρίζουν
φουντούκια πριονίζουν.
Μην τα είδατε; Μην τα είδατε ;Πάνω στις στέγες τρέχουν
κι όλο τον κόσμο βρέχουν
τρέλα που την έχουν.
Μην τα είδατε; Μην τα είδατε; Αλίμονο χαθήκαν;
που τάχα να χωθήκαν;
σε ποιά γωνιά κρυφτήκαν;
Οι καλικάντζαροι είναι μια παλιά παράδοση στην πατρίδα μας. Και σε κάθε
τόπο, και πιο πολύ στα χωριά, υπάρχουν χίλιοι θρύλοι και έθιμα γύρο από
αυτούς. Εμφανίζονται κάθε Χριστούγεννα. Μερικοί λένε ότι είναι
πνεύματα, άλλα καλά και άλλα κακά. Άλλοι πάλι πιστεύουν ότι είναι
παράξενα όντα, μαλλιαρά και ότι τρυπώνουν στα σπίτια από τις καμινάδες.
Τις νύκτες πηγαίνουν και κλέβουν τα φαγητά που βρίσκουν και πιο πολύ τα
σύκα γιατί τους αρέσουν πολύ. Όταν τελειώσουν το φαγητό τους αρχίζουν να
χορεύουν.
Όλοι οι χωρικοί, όταν πλησιάζει βράδυ, φοβούνται να ξεμυτίσουν από το σπίτι τους, προπάντων τα μικρά παιδιά, ως ότου έρθει η γιορτή των Φώτων, που ρίχνουν το σταυρό και οι καλικάντζαροι εξαφανίζονται. Τότε πάνε και ζούνε κάτω από τη γη. Και εμφανίζονται πάλι τα άλλα
Όλοι οι χωρικοί, όταν πλησιάζει βράδυ, φοβούνται να ξεμυτίσουν από το σπίτι τους, προπάντων τα μικρά παιδιά, ως ότου έρθει η γιορτή των Φώτων, που ρίχνουν το σταυρό και οι καλικάντζαροι εξαφανίζονται. Τότε πάνε και ζούνε κάτω από τη γη. Και εμφανίζονται πάλι τα άλλα
Χριστούγεννα.Σε πολλά χωριά ρίχνουνε αναμμένα κάρβουνα στα πηγάδια, για να μην μαγαρίσουν οι καλικάντζαροι.
Ζούνε το λοιπόν στης γης τον αφαλό. Στο κέντρο της γης.
Τη γη τη βαστάει ένα μεγάλο δέντρο κι αυτοί πασχίζουνε
ολοχρονίς να το κόψουνε.
Αλλά δεν τα καταφέρνουνε. Και ξέρετε γιατί; Γιατί έχουνε για
πριγιονια κάτι ψιλουλια σύρματα, τα λένε
τέλια, και τρίχες απ'τ'αλόγου την ουρά.
Όλο το χρόνο πριγιονιζουν, χράατς χρουτς, χράατς χρουτς
κι όταν απομένει μια τρίχα για να πέσει το δέντρο, φτάνουν
τα Χριστούγεννα.
Ε, τότες αυτοί αποσταμένοι παρατούν τα πριγιονια κι
έρχονται τρεχάτοι στον απάνω κόσμο. Θαρρούνε κιόλας ότι
τώρα θα πέσει το δέντρο μοναχό του.
Μα στις δώδεκα μέρες που μένουν αυτοί επάνω, ο κορμός
του δέντρου θρέφει πάλι και γίνεται χοντρός και δυνατός και
άμα επιστρέφουν πιάνουν τα πριγιόνια τους και φτου απ'την
αρχή.
Χιλιάδες χρόνια τώρα το ίδιο γίνεται και δε θα καταφέρουνε
ποτέ να το κόψουν.
Φτάνουν, λοιπόν, σ'εμάς ανήμερα
του Χριστούγεννα,
Στις εικοσιπέντε Δεκεμβρίου.
Τα Χριστούγεννα έρχεται πάνω στη
γη το στράτευμα
των Καλικάντζαρων.
Κι έπειτα, παραμονή των Φώτων
φεύγουν.
Στις πέντε του Γενάρη φεύγουν οι
Καλικαντζάροι.
Ο παππούς μου που τους είχε δει,
μου έλεγε πως είναι
πολύ κουτοί κι αυτό φανερώνεται σ'όλα τα φερσίματα
τους και
στην περπατησιά τους. Ένας, ας πούμε, ψηλός
ωσακεί πάνω, μακρυπόδαρος,
καβαλικεύει ένα μικρό
πετεινό και τα πόδια του σέρνονται καταγής.
Άλλος πάλι, κοντορεβίθης,
μικρούλης και
κοντοστούπης, κάθεται απάνω σε γαϊδούρι ψηλό, που
άμα πέφτει
φωνάζει για βοήθεια, γιατί δεν μπορεί
ν'ανέβει μοναχός του. Το γαϊδούρι τότες
πατεί τα
σκέλια του μακρυπόδαρου, σκούζει κι αυτός και
φοβερίζει:
-Φοβέρ! Φοβέρ! Φοβέρ!
-Ιζί! Ιζί! Ιζί!
Κι εκεί που είναι αυτοί
πιασμένοι, πάει ένας άλλος να
καβαλικέψει το μονόματο σκυλί και πατεί πάνω
τους...
Αν καταπιαστούν με μια δουλειά
δεν τη βγάζουν σε
άκρη, γιατί είναι φιλόνικοι και δίγνωμοι, ο ένας λέει ναι!,
ο
άλλος όχι!.
Όταν ξεκινούν για κάπου, ο ένας τρέχει, ο
άλλος στέκεται, σ'όλο το
δρόμο μαλώνουν και ποτέ δε
φτάνουν εκει που πάνε ή φτάνουν παράκαιρα:
-Τρέχα!
-Στάσου!
-Από'δω!
-Από'κει!
-Εμπρός!
-Πίσω!
-Ναι!
-Όχι!
-Οχι!
-Ναι!
Ε! δε βγάζεις άκρη...
Τα Σκαλκαντζούρια το λοιπόν
είναι λαίμαργα πολύ, τους
αρέσουν οι τηγανίτες και τ'αγιοβασιλιάτικα
γλυκίσματα.
Τ'αρπάζουν, όμως, με προσοχή,
γιατί φοβούνται μη
φάνε καμιά στο χέρι με την κουτάλα.
Στα σπίτια μπαίνουνε από την
τρύπα της καμινάδας,
γι’αυτό οι καλές νοικοκυράδες βάζουνε ένα κόσκινο
κοντά.
Έτσι, ο Καρκάντζολος, ο χαζός ο καλικάτζαρος,
σαν βλέπει το κόσκινο, αρχινάει
σοβαρά και φρόνιμα
να μετράει τις τρύπες του: ένα, δύο και δεν μπορεί να
πάει
στο τρία, γιατί φοβάται την Αγία Τριάδα. Σωπαίνει
το λοιπόν και ξαναρχίζει:
ένα, δύο, ένα, δύο, μα,
μετρώντας, ξημερώνεται και μόλις λαλήσει ο πρώτος
κόκορας, τσακίζεται ο Καρκάντζολος να φύγει.
Την παραμονή των Φώτων, όλη η
φαμίλια των
Καλικάντζαρων όπου φύγει φύγει.
Φοβούνται μην τους προφτάσει ο
παπάς με τον
αγιασμό και τους ζεματίσει, γιατί θαρρούνε πως η
παπαδιά, όταν
ακολουθεί τον παπά, που κρατεί το
σταυρό, έχει τον αγιασμό ζεστό.
Οι γέροι τότες με τη χοντρή φωνή
τους, παρακινούν
τους άλλους να τρέξουν:
-Φεύγετε να φεύγουμε!
Τι έρχεται ο τουρλόπαπας με την
αγιαστούρα του και με
τη βρεχτούρα του.
Να! Παπάς με το σταυρό, παπαδιά
με το θερμό!
Κι όταν ξεκινούν οι μεγάλοι το
τραγούδι και το φευγιό,
ακούγεται μια φωνίτσα του μικρότερου, που δεν
πρόφτασε
να δέσει το τσαρουχάκι του και φωνάζει:
-Καρτεράτε κι εμέ, να βάνω το
τσαρουχάκι μου!
Κι ετσιδά, όλο το λεφούσι οι
καλοί σου:
Καλλισπούδηδες, Κωλοβελόνηδες, Κατουρλήδες,
Καήδες, Κακανθρωπίσματα,
Καλικαντζαραίοι,
Βουρβούλακες, Μαντρακούκηδες, Λυκοκάντζαροι,
Ξωτικά,
Σταχτιάδες, Παγανά, Πλανηταροι,
Σκαλκαντζαροι και Χρυσαφεντάδες, πάνε στην οργή
του
Θεού κι αφανίζονται από προσώπου γης.
Εγώ ποτέ δεν τους είδα κι έτσι
δεν ξέρω αν αλήθεια ή
ψέματα σας λέω.
Μα, ψέματα κι αλήθεια έτσι
είν'τα Παραμύθια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου