Ο ΘΕΟΣ ΥΠΟΓΡΑΨΕ ΤΗ ΛΕΥΤΕΡΙΑ ΜΑΣ!
(Θεόδωρος Κολοκοτρώνης)
[Το σκηνικό παριστάνει μια βουνοσειρά στο βάθος. Οι ηθοποιοί παιδιά πρέπει να φαίνονται πως συζητούν και δρουν σε μια ραχούλα. Ο Κολοκοτρώνης είναι καθισμένος σε μια πέτρα, λίγο πιο ψηλά από τα παλικάρια, που κάθονται στο χώμα (σανίδι σκηνής). Κρατούν γκλίτσες ή ξύλα.]
ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ: Παιδιά μου, να το ξέρετε, (επίσημο ύφος) Ο θεός υπόγραψε τη λευτεριά της Ελλάδος και ξέρετε καλά, ο θεός δεν παίρνει την υπογραφή του πίσω.
ΠΑΝΟΣ: Έτσι είναι όπως το λες, Γέρο.
ΝΙΚΟΛΑΣ: Εμείς καπετάνιο, το ξέρεις. Άνθρωποι ξωμάχοι είμαστε. Μας έχει φάει ο γήλιος και το χιόνι. Δεν κατέχουμε πολλά.
ΚΙΤΣΟΣ: Τούτο μας κόφτει: μια ώρα αρχύτερα να λευτερωθούμε. Χρόνια και
ζαμάνια τώρα έχουμε χάσει παππούδες, μπαρμπάδες, πατεράδες κι αδέλφια
από τους άτιμους...
ΝΑΣΟΣ: Από τη φαμίλια μου δεκαπέντε χάλασε ο γκιαούρης ο πασάς. Νισάφι...
ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ: Γι' αυτό σας λέω, ωρέ: ήρθε η ώρα. Να ξεσηκωθούμε, να τους πάρουμε στο κυνήγι, να φύγει η βρώμα τους...
ΠΑΝΟΣ: Ωραία τα λέτε, μαθές. Όμως...
ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ: Τι κραίνες, ωρέ Πάνο;
ΠΑΝΟΣ: (που είναι κι ο πιο ηλικιωμένος απ' όλους) Να λέω... καπετάνιο. Εμείς άπραγοι είμαστε στο ντουφέκι, γιδοβοσκοί είμαστε και σκαφτιάδες. Πού ξέρουμε εμείς από πόλεμο και μάχες;
(Οι άλλοι επιδοκιμάζουν λέγοντας: "Καλά τα λέει"... "δίκιο έχει"... ..κι άλλα τέτοια)
ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ: Τι σε κόφτει, ωρέ τούτο; Εγώ θα σας μάθω... Γι' αυτό νοιάζεστε ωρέ σεις;
* Ο όρκος έχει ληφθεί αυτούσιος από το βιβλίο του Ι. Φιλήμονα «Δοκίμιον ιστορικόν περί της Φιλικής Εταιρίας», Ναύπλιον, 1834, σελ. 155.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΓΙΑ ΤΟ ΔΑΣΚΑΛΟ - ΣΚΗΝΟΘΕΤΗ: Μπορεί ο Όρκος να γραφεί ο' ένα μεγάλο χαρτόνι κι ο "Κατηχητής" να το βλέπει πίσω στα παρασκήνια όπως κάνουν οι τηλεπαρουσιαστές στα Οτοκιού.
ΚΙΤΣΟΣ: Καπετάνιο, δεν είναι παιχνίδι... Εσύ κατέχεις, πήγες στους Εγγλέζους, έγινες γαλονάς, ξέρεις... Εμείς...
ΝΑΣΟΣ: Εμείς τι; Μόνο τσεκούρια και κασμάδες έχουμε. Πού να βρούμε τους γκράδες;
ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ: Να πας να σκοτώσεις ωρέ. Να χαλάσεις Τούρκους και να πάρεις, ωρέ, γκράδες και ό,τι χρειάζεται. (θυμωμένος) Και τι νομίζετε ωρέ; Ο πόλεμος θέλει καρδιά λιονταρίσια, όχι μόνο σχέδια.
(Μπαίνει στή σκηνή ένα παλικαρόπουλο, κουβαλώντας ένα ντουφέκι που το ανεμίζει)
ΚΩΣΤΗΣ: Καπετάνιο... καπετάνιο (φωνάζει λαχανιασμένος) Τήρα... τήρα, ωρέ...
ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ: Πού το 'κλεψες αυτό, ωρέ γενναίε;
ΚΩΣΤΗΣ: Δεν το 'κλεψα καπετάνιο, δεν τα κάνει αυτά ο Κωστής.
ΠΑΝΟΣ: Πού το βρήκες τότε, ωρέ παλικαρά; (περιεργάζονται όλοι το ντουφέκι) Στο χάρισαν;
ΚΩΣΤΗΣ: Καπετάνιε... .
ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ: Τι είναι, ωρέ Κωστή; Μολόγα το...
ΚΩΣΤΗΣ: Σκότωσα Τούρκο, καπετάνιο...!
(κοιτάζονται όλοι μεταξύ τους, σταυροκοπιούνται)
ΝΑΣΟΣ: Λωλάθηκες, ωρέ;
ΚΙΤΣΟΣ: Μας κοροϊδεύει καπετάνιο...
ΝΙΚΟΛΑΣ: Δεν είμαστε καλά!
ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ: Άστε τον να μολογήσει. Λέγε ωρέ. Πώς και πού;
ΚΩΣΤΗΣ: Στο γεφύρι της Γριάς. Ήσανε τρεις Τουρκαλάδες. Περνάγανε ένας ένας το γεφύρι. Παραφύλαξα. Ο τελευταίος πήγαινε μακρύτερα από τους άλλους. Αργούσε να περάσει. Τότε...
ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ: ... τότε, παλικαρά;
ΚΩΣΤΗΣ: Είχα μια μαγκούρα, για γκλίτσα χοντρή. Του 'δωσα και κατάλαβε, καπετάνιο.
ΠΑΝΟΣ: Κι ύστερα;
ΚΩΣΤΗΣ: Τσάκωσα το όπλο κι όπου φύγει φύγει... (γελάει) Άντε μετά να με πιάσουν στα ρουμάνια και στους λόγγους...
(Μεσολαβεί μικρή σιωπή, κάποια μουσική, ενώ ο Κολοκοτρώνης σκέφτεται κι οι άλλοι συζητούν)
ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ: Τι σας έλεγα, ωρέ πατριώτες; Άμα θέλουμε όλα γίνονται. Όλα. Να... ο Κωστής μας φανέρωσε πως κερδαίνονται οι αγώνες... Κι ύστερα μου λέτε σεις. Τι τσαμπουνάτε, ωρέ σεις... Αύριο, τέτοια ώρα σας περιμένω εδώ. Ο καθένας σας να 'χει κι ένα ντουφέκι. Ξέρετε πώς... Η μεγάλη ώρα πλησιάζει Έλληνες. Και σας είπα και δεν το ματαλέω: Ο θεός υπόγραψε τη λευτεριά της Ελλάδος. Τίποτ' άλλο...
ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ
Μύκονος 1824 Δωμάτιο στο σπίτι της Μαντώς. Καθισμένη μπροστά σε τροπές.., έχει μπροστά της χαρτιά. Γράφει. Μπαίνει μέσα η αδελφή της Ειρήνη.
Μαντώ: (με έκπληξη) Καλημέρα, Ειρήνη. Πώς κι έτσι, πρωί πρωί, άφησες το σπιτικό σου και ήρθες;
Ειρήνη: Καλή σου μέρα, αδελφή μου. Η συλλογή σου ξάγρυπνη με κράτησε απόψε. Ύπνος δεν σφάλησε διόλου τα μάτια μου. Μαντώ! Έχουμε ένα θέμα πολύ σοβαρό να μιλήσουμε.
Μαντώ: Τι είναι όπου τα στήθη σου βαραίνει; Μήπως οι βάρδιες του νησιού μας αγνάντεψαν Τούρκικη αρμάδα; Ειρήνη, πες μου... Μη στα δικά μας τα καράβια, στα τσούρμα τους κάποιο κακό συνέβη; Κάνα πικρό απ'τη στεριανή Ελλάδα μαντάτο; Πες το, Ειρήνη, πες το.
Ειρήνη: (κουνώντας το κεφάλι) Άκουσε, Μαντώ. Βλέπω πως η σκέψη πέρα απ'της καρδιάς σου το περιεχόμενο δεν σε βγάζει. Όμως εγώ για άλλο θέμα ήρθα εδώ. Την Πατρίδα όλοι την αγαπάμε. Την Μύκονο ελεύθερη όλοι τη θέλουμε. Όμως εσύ, Μαντώ, το παράκανες!...
Μαντώ: Υπάρχει όριο και φραγμός στης Πατρίδας την αγάπη, Ειρήνη; Εσύ μια Μαυρογενοπούλα, τέτοια λόγια; Εσύ, ανηψιά του ηγεμόνα της Βλαχίας Μαυρογένους, που αποκεφάλισαν οι Τούρκοι; Η ανηψιά του άλλου Μαυρογένους, του μεγάλου Λογοθέτου της Εκκλησιάς, που κι αυτόν τον έσφαξαν οι Τούρκοι; Η κόρη του σπαθάρη, του άρχοντα Νικολάου Μαυρογένους;
Ειρήνη: Οι Μαυρογένηδες, αφού το θέλεις έτσι, δεν έζησαν ποτέ στη φτώχεια και στη στέρηση. Κι όμως, εσύ εκεί οδηγείς την οικογένεια μας. Η μητέρα μας είναι πολύ πικραμένη μαζί σου. Ο σύζυγος μου το ίδιο. Ανησυχεί. Διαμαρτύρεται. Τα σπίτια μας στην Μύκονο τα πούλησες. Τα κτήματα στην Τήνο τα ίδια. Τον εαυτό σου δεν τον σκέφτεσαι, Μαντώ;
Μαντώ: Η Πατρίδα μου να ελευθερωθεί και μούναι αδιάφορο τι θ' απογίνω εγώ.
Ειρήνη: Σφίξε λίγο το χέρι σου, Μαντώ, και κράτα ό,τι απούλητο έχει μείνει. Μια Μαυρογένη στη φτώχεια να ζει δεν ταιριάζει.
Μαντώ: Και τα καράβια τα καινούργια πώς θα γίνουνε, Ειρήνη; Τα τσούρμα τι θα φάνε; Και πώς θα πληρωθούν; Και μπαρουτοβόλα πώς θ "αγοράσουμε κι άλλα; Οι 16 λόχοι από τα παλληκάρια του νησιού μας είναι έτοιμοι να πολεμήσουν. Τ' όνειρο σάρκα να πάρει. Η Λευτεριά, Ειρήνη!... Μονάχα αυτή... Κι όλα γι' αυτή ν!...
Ειρήνη: Κι είναι λίγες οι θυσίες που μέχρι τώρα έχεις κάνει; θυσίασες περιουσία τρανταχτή. Πολέμησες με το σπαθί στο χέρι, έτοιμη να σκοτωθείς, όταν οι Αλγερινοί πήγαν να πατήσουν το νησί μας. Ολοι το είπαν τότες: «Άξια καπετάνισσα η Μαντώ. Η νίκη ήταν δική της!»
Μαντώ: (διακόπτοντας) Η νίκη ήταν του Σταυρού, Ειρήνη.
Ειρήνη: Αρμάτωσες καράβια, πήρες της Μύκονος τα παλληκάρια και πολέμησες στην Εύβοια, στο Πήλιο, στη Φωκίδα. Και σαν γύρισες ξανά στο νησί μας, σαν ήρωα αληθινό σε δέχτηκαν όλοι οι νησιώτες. Σε ζητοκραύγασαν τα πλήθη. Χτύπησαν χαρμόσυνα οι καμπάνες. Σημαίες ανέμιζαν παντού. Με δάφνες και ροδοπέταλα
ραίνανε το πέρασμα σου. Κι ένα στεφάνι δάφνινο σου φόρεσαν οι πρόκριτοι στην τιμημένη κεφαλή σου. Δεν σε φτάνουν τόσοι αγώνες, τόσες Ουσίες, τόσες δόξες:
: £Κ . .;.,
(Η Μαντώ ακούει αμίλητη, με σκυμμένο το κεφάλι. Μικρή σιωπή.)
Μαντώ: Με πικραίνεις, Ειρήνη. Τι τα θέλεις και τα θυμάσαι όλα αυτά, αδελφή μου... Τι είν' αυτά μπροστά στο μεγάλο χρέος; Μπροστά στο τίμημα της Λευτεριάς;...
Ειρήνη: (σε τόνο αυστηρό) Σου τα λέω, Μαντώ, για να σου πω πως φθάνει ως εδώ! Είμαι μεγαλύτερη σου και πρέπει να μ' ακούσεις. Αν συνεχίσεις έτσι, οδηγείς όλους μας σε μια βέβαιη καταστροφή.
Μαντώ: Ας αφήσουμε τότε τους Τούρκους να σφάζουν, να ατιμάζουν, να ρουφούν το αίμα της φυλής μας. Να γκρεμίζουν εκκλησίες, να ποδοπατούν Σταυρούς, να βεβηλώνουν τ'άγια. Όχι, Ειρήνη! Το είπα απ'την αρχή κι απόφαση το πήρα: θα τα διαθέσω όλα! Ζωή, καταγωγή, περιουσία! Δεν έφυγα από την Τεργέστη για νάρθω εδώ, ψυχρός θεατής της επανάστασης των Ελλήνων. Ηρθα να διαθέσω όλα τα υπάρχοντα μου χάριν του ιερού αγώνος της Ελευθερίας. Ο,τι κι αν μου κοστίσει. Αυτά ακριβώς έγραφα την ώρα που ήρθες.
Ειρήνη: Σε ποιόν;
Μαντώ: Στις Παρισινές κυρίες. Είναι ανάγκη να μάθουν τις θυσίες και τους αγώνες μας. Τους έχω ξαναγράψει, θέλω να συγκινηθούν και να μας βοηθήσουν.
Ειρήνη: Και τι τους γράφεις;
Μαντώ: Να σου διαβάσω: «Γνωρίζουμε να νικούμε, αλλά με ποιες θυσίες!... Ενώ το μέτωπο μας στέφεται με δάφνες, η πίκρα ποτίζει την καρδιά μας, τα δάκρυα μας τους θριάμβους μας και η νίκη μας είναι πάντοτε πένθιμη. Μας λείπουν τα μέσα...» Έγραψα λίγο πριν και σε κυρίες της Αγγλίας. (Ξεδιπλώνει άλλο γράμμα.) «Όχι μόνο η Ελευθερία μας, αλλά κι αυτή η ζωή μας εξαρτάται απ' τον αγώνα τον οποίο διεξάγουμε. Η παρούσα κρίση είναι για μας τρομερή και μας θέτει μπροστά στο δίλημμα: νίκη ή θάνατος. Ενα απ' τα δυο. Το ψυχικό σθένος δεν λείπει, αλλά από μόνο του δεν μπορεί να δημιουργήσει τις φυσικές δυνάμεις, δηλαδή όπλα, πυρομαχικά, τροφές, ενδύματα. ΓΓαυτό τολμώ ν "απευθύνω προς σας, για να προκαλέσω την χρηματική υποστήριξη, χωρίς την οποία είναι αδύνατον να συνεχίσουμε...»
Ειρήνη: (διακόπτει, τονίζοντας τις λέξεις) Μια Μαυρογένη, πλούσια κι όμορφη κι ονομαστή κόρη της Τεργέστης, ζητιανεύει!.. .
Μαντώ: (επίσης τονίζοντας) Μια Ελληνίδα, κόρη της Μυκόνου, κάνει το χρέος της για την πίστη και την Λευτερια
Μύκονος 1824 Δωμάτιο στο σπίτι της Μαντώς. Καθισμένη μπροστά σε τροπές.., έχει μπροστά της χαρτιά. Γράφει. Μπαίνει μέσα η αδελφή της Ειρήνη.
Μαντώ: (με έκπληξη) Καλημέρα, Ειρήνη. Πώς κι έτσι, πρωί πρωί, άφησες το σπιτικό σου και ήρθες;
Ειρήνη: Καλή σου μέρα, αδελφή μου. Η συλλογή σου ξάγρυπνη με κράτησε απόψε. Ύπνος δεν σφάλησε διόλου τα μάτια μου. Μαντώ! Έχουμε ένα θέμα πολύ σοβαρό να μιλήσουμε.
Μαντώ: Τι είναι όπου τα στήθη σου βαραίνει; Μήπως οι βάρδιες του νησιού μας αγνάντεψαν Τούρκικη αρμάδα; Ειρήνη, πες μου... Μη στα δικά μας τα καράβια, στα τσούρμα τους κάποιο κακό συνέβη; Κάνα πικρό απ'τη στεριανή Ελλάδα μαντάτο; Πες το, Ειρήνη, πες το.
Ειρήνη: (κουνώντας το κεφάλι) Άκουσε, Μαντώ. Βλέπω πως η σκέψη πέρα απ'της καρδιάς σου το περιεχόμενο δεν σε βγάζει. Όμως εγώ για άλλο θέμα ήρθα εδώ. Την Πατρίδα όλοι την αγαπάμε. Την Μύκονο ελεύθερη όλοι τη θέλουμε. Όμως εσύ, Μαντώ, το παράκανες!...
Μαντώ: Υπάρχει όριο και φραγμός στης Πατρίδας την αγάπη, Ειρήνη; Εσύ μια Μαυρογενοπούλα, τέτοια λόγια; Εσύ, ανηψιά του ηγεμόνα της Βλαχίας Μαυρογένους, που αποκεφάλισαν οι Τούρκοι; Η ανηψιά του άλλου Μαυρογένους, του μεγάλου Λογοθέτου της Εκκλησιάς, που κι αυτόν τον έσφαξαν οι Τούρκοι; Η κόρη του σπαθάρη, του άρχοντα Νικολάου Μαυρογένους;
Ειρήνη: Οι Μαυρογένηδες, αφού το θέλεις έτσι, δεν έζησαν ποτέ στη φτώχεια και στη στέρηση. Κι όμως, εσύ εκεί οδηγείς την οικογένεια μας. Η μητέρα μας είναι πολύ πικραμένη μαζί σου. Ο σύζυγος μου το ίδιο. Ανησυχεί. Διαμαρτύρεται. Τα σπίτια μας στην Μύκονο τα πούλησες. Τα κτήματα στην Τήνο τα ίδια. Τον εαυτό σου δεν τον σκέφτεσαι, Μαντώ;
Μαντώ: Η Πατρίδα μου να ελευθερωθεί και μούναι αδιάφορο τι θ' απογίνω εγώ.
Ειρήνη: Σφίξε λίγο το χέρι σου, Μαντώ, και κράτα ό,τι απούλητο έχει μείνει. Μια Μαυρογένη στη φτώχεια να ζει δεν ταιριάζει.
Μαντώ: Και τα καράβια τα καινούργια πώς θα γίνουνε, Ειρήνη; Τα τσούρμα τι θα φάνε; Και πώς θα πληρωθούν; Και μπαρουτοβόλα πώς θ "αγοράσουμε κι άλλα; Οι 16 λόχοι από τα παλληκάρια του νησιού μας είναι έτοιμοι να πολεμήσουν. Τ' όνειρο σάρκα να πάρει. Η Λευτεριά, Ειρήνη!... Μονάχα αυτή... Κι όλα γι' αυτή ν!...
Ειρήνη: Κι είναι λίγες οι θυσίες που μέχρι τώρα έχεις κάνει; θυσίασες περιουσία τρανταχτή. Πολέμησες με το σπαθί στο χέρι, έτοιμη να σκοτωθείς, όταν οι Αλγερινοί πήγαν να πατήσουν το νησί μας. Ολοι το είπαν τότες: «Άξια καπετάνισσα η Μαντώ. Η νίκη ήταν δική της!»
Μαντώ: (διακόπτοντας) Η νίκη ήταν του Σταυρού, Ειρήνη.
Ειρήνη: Αρμάτωσες καράβια, πήρες της Μύκονος τα παλληκάρια και πολέμησες στην Εύβοια, στο Πήλιο, στη Φωκίδα. Και σαν γύρισες ξανά στο νησί μας, σαν ήρωα αληθινό σε δέχτηκαν όλοι οι νησιώτες. Σε ζητοκραύγασαν τα πλήθη. Χτύπησαν χαρμόσυνα οι καμπάνες. Σημαίες ανέμιζαν παντού. Με δάφνες και ροδοπέταλα
ραίνανε το πέρασμα σου. Κι ένα στεφάνι δάφνινο σου φόρεσαν οι πρόκριτοι στην τιμημένη κεφαλή σου. Δεν σε φτάνουν τόσοι αγώνες, τόσες Ουσίες, τόσες δόξες:
: £Κ . .;.,
(Η Μαντώ ακούει αμίλητη, με σκυμμένο το κεφάλι. Μικρή σιωπή.)
Μαντώ: Με πικραίνεις, Ειρήνη. Τι τα θέλεις και τα θυμάσαι όλα αυτά, αδελφή μου... Τι είν' αυτά μπροστά στο μεγάλο χρέος; Μπροστά στο τίμημα της Λευτεριάς;...
Ειρήνη: (σε τόνο αυστηρό) Σου τα λέω, Μαντώ, για να σου πω πως φθάνει ως εδώ! Είμαι μεγαλύτερη σου και πρέπει να μ' ακούσεις. Αν συνεχίσεις έτσι, οδηγείς όλους μας σε μια βέβαιη καταστροφή.
Μαντώ: Ας αφήσουμε τότε τους Τούρκους να σφάζουν, να ατιμάζουν, να ρουφούν το αίμα της φυλής μας. Να γκρεμίζουν εκκλησίες, να ποδοπατούν Σταυρούς, να βεβηλώνουν τ'άγια. Όχι, Ειρήνη! Το είπα απ'την αρχή κι απόφαση το πήρα: θα τα διαθέσω όλα! Ζωή, καταγωγή, περιουσία! Δεν έφυγα από την Τεργέστη για νάρθω εδώ, ψυχρός θεατής της επανάστασης των Ελλήνων. Ηρθα να διαθέσω όλα τα υπάρχοντα μου χάριν του ιερού αγώνος της Ελευθερίας. Ο,τι κι αν μου κοστίσει. Αυτά ακριβώς έγραφα την ώρα που ήρθες.
Ειρήνη: Σε ποιόν;
Μαντώ: Στις Παρισινές κυρίες. Είναι ανάγκη να μάθουν τις θυσίες και τους αγώνες μας. Τους έχω ξαναγράψει, θέλω να συγκινηθούν και να μας βοηθήσουν.
Ειρήνη: Και τι τους γράφεις;
Μαντώ: Να σου διαβάσω: «Γνωρίζουμε να νικούμε, αλλά με ποιες θυσίες!... Ενώ το μέτωπο μας στέφεται με δάφνες, η πίκρα ποτίζει την καρδιά μας, τα δάκρυα μας τους θριάμβους μας και η νίκη μας είναι πάντοτε πένθιμη. Μας λείπουν τα μέσα...» Έγραψα λίγο πριν και σε κυρίες της Αγγλίας. (Ξεδιπλώνει άλλο γράμμα.) «Όχι μόνο η Ελευθερία μας, αλλά κι αυτή η ζωή μας εξαρτάται απ' τον αγώνα τον οποίο διεξάγουμε. Η παρούσα κρίση είναι για μας τρομερή και μας θέτει μπροστά στο δίλημμα: νίκη ή θάνατος. Ενα απ' τα δυο. Το ψυχικό σθένος δεν λείπει, αλλά από μόνο του δεν μπορεί να δημιουργήσει τις φυσικές δυνάμεις, δηλαδή όπλα, πυρομαχικά, τροφές, ενδύματα. ΓΓαυτό τολμώ ν "απευθύνω προς σας, για να προκαλέσω την χρηματική υποστήριξη, χωρίς την οποία είναι αδύνατον να συνεχίσουμε...»
Ειρήνη: (διακόπτει, τονίζοντας τις λέξεις) Μια Μαυρογένη, πλούσια κι όμορφη κι ονομαστή κόρη της Τεργέστης, ζητιανεύει!.. .
Μαντώ: (επίσης τονίζοντας) Μια Ελληνίδα, κόρη της Μυκόνου, κάνει το χρέος της για την πίστη και την Λευτερια
25 ΜΑΡΤΙΟΥ
χίλια καλώς ορίσατε
σήμερα στη γιορτή μας
Ένα μεγάλο ευχαριστώ
μέσα από την ψυχή μας.
Θα προσπαθήσουμε πολύ
να ευχαριστηθείτε
απ' όσα θα ακούσετε
απ' όσα θα δείτε.
Σήμερα παιδιά γιορτάζει
η πατρίδα μας Ελλάδα
και παντού το φως σκορπίζει
σαν ακοίμητη λαμπάδα
Το σχολείο στα γιορτινά του
ντύθηκε και καρτερεί
πανηγύρι όλη η χώρα
και τραγούδια και χοροί.
Σ' αυτή τη γιορτή μας
ελάτε παιδι'α
ψηλά τη σημαία
ψηλά την καρδιά.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ:
Μια φορά και έναν καιρό
Άνοιξη ήτανε θαρρώ
στο σχολείο των γραμμάτων
η κυρία Αλφαβήτα
μάζεψε τα γραμματάκια
αλφα, βητα, ητα, θητα.
ΔΑΣΚΑΛΑ:
Όμορφά μου γραμματάκια
ελάτε σας παρακαλώ
συμβούλιο να κάνουμε
έχω κάτι να σας πω!
ΠΑΙΔΙΑ:
Ο ήλιος μας το ζήτησε
να σκεφτούμε όλοι μαζί
και να φτιάξουμε μια λέξη
την πιο σπουδαία λέξη.
Θα την πάρει λέει μαζί του
να την πάει στον ουρανό
να την δουν, να την χαρούν
όλοι οι άνθρωποι της γης.
ΓΡΑΜΜΑ Α:
Άνοιξη να γράψουμε
που ανθίζουν τα λουλούδια
έρχονται τα χελιδόνια
και στο δάσος το αηδόνια.
ΓΡΑΜΜΑ Υ:
Ας γράψουμε υγεία
για όλους τους ανθρώπους
απ' το παιδί ως τον παππού
εδώ και σε άλλους τόπους.
ΓΡΑΜΜΑ Χ:
Χαρά να γράψουμε
την πιο όμορφη λέξη,
που όλη η γη χαμογελά
και η πλάση τραγουδά.
ΓΡΑΜΜΑ Π:
Δεν θέλω εγώ να γράψουμε
τη λέξη από Π
θέλω μια λέξη όμορφη
που τον πόλεμο θα σβήσει.
ΓΡΑΜΜΑ Ε:
Η ελπίδα μας χαρίζει
τη χαρά για τη ζωή
στους ανθρώπους δίνει γέλιο
και ομορφαίνει τη ζωή.
ΓΡΑΜΜΑ Ι:
Ποτέ μου εγώ δεν ξέχασα
τον ένδοξο αγώνα
γι' αυτό είναι γραμμένη εδώ
η ιστορία να μείνει αιώνια.
ΓΡΑΜΜΑ Ρ:
Ρόδι μου φρούτο κόκκινο
που στολίζεις τη ρόδιά
και γεμίζεις την ποδιά
φρούτα φθινοπωρινά.
ΓΡΑΜΜΑ Η:
Ο ήλιος δίνει ζεστασιά
κι όλη τη γη φωτίζει
μόλις βγει χαμογελά
και τη χαρά σκορπίζει.
ΓΡΑΜΜΑ Ν:
Στο νηπιαγωγείο περνάμε μια χαρά
μαθαίνουμε ποιήματα και πράγματα καλά
και όλα τα παιδάκια
είμαστε μια αγκαλιά.
ΓΡΑΜΜΑ Η:
Ησυχία στο σχολείο
κάνουν όλα τα παιδιά
για να ακούσουν την κυρία
όταν τους μιλάει γλυκά.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ:
Όλοι σώπασαν λοιπόν
και σκεφτήκανε πολύ
μα εκείνη τη στιγμή
ζήτησαν βοήθεια
από τα περιστέρια της ειρήνης.
Περιστέρια της ειρήνης
ελάτε σας παρακαλώ
όμορφη λέξη ψάχνουμε
να γράψουμε στον ήλιο
όλοι οι άνθρωποι να δουν
να τη δουν, να τη χαρούν.
ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ:
Θα' ρθω να σας βοηθήσω
με μεγάλη μου χαρά
να διαλέξουμε μαζί
γράμματα προσεχτικά.
ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ:
Παίρνω το Ε από την ΕΛΠΙΔΑ
το Ι από την ΙΣΤΟΡΙΑ
το Ρ από το ΡΟΔΙ
το Η από τον ΗΛΙΟ
το Ν από τα ΝΗΠΙΑ
το Η από την ΗΣΥΧΙΑ
ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ:
Και φτιάχνουμε μια λέξη
την πιο σπουδαία λέξη
Ας τη φωνάξουμε μαζί
σ' όλο τον κόσμο να ακουστεί.
ΕΙΡΗΝΗ
ΕΙΡΗΝΗ:
Τι όμορφα οι άνθρωποι
να ζούνε με γαλήνη
πόσο πολύ τους αγαπώ
όλο για εκελινους προσπαθώ
να έχουνε ΕΙΡΗΝΗ
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ:
Ειρήνη είναι ζεστή φωλιά
γεμάτη ολόχαρα πουλιά
ειν' ήλιος και λουλούδια
και γέλια και τραγούδια.
ΕΛΠΙΔΑ:
Και πιασμέμοι χέρι χέρι
στου πολέμου τη φωτιά
φέραμε σ' όλα τα μέρη
φως, ελπίδα και χαρά.
Τσιρίμπαση Ελένη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου