Ἰωάννης Πολέμης
Τί εἶναι ἡ πατρίδα μας
Τί εἶναι ἡ πατρίδα μας; Μὴν εἶν' οἱ κάμποι;
Μὴν εἶναι τ’ ἄσπαρτα ψηλὰ βουνά;
Μὴν εἶναι ὁ ἥλιος της, ποὺ χρυσολάμπει;
Μὴν εἶναι τ’ ἄστρα της τὰ φωτεινά;
Μὴν εἶναι κάθε της ρηχὸ ἀκρογιάλι
καὶ κάθε χώρα της μὲ τὰ χωριά;
κάθε νησάκι της ποὺ ἀχνὰ προβάλλει,
κάθε της θάλασσα, κάθε στεριά;
Μὴν εἶναι τάχατε τὰ ἐρειπωμένα
ἀρχαία μνημεία της χρυσὴ στολὴ
ποὺ ἡ τέχνη ἐφόρεσε καὶ τὸ καθένα
μιὰ δόξα ἀθάνατη ἀντιλαλεῖ;
Ὅλα πατρίδα μας! Κι αὐτὰ κι ἐκεῖνα,
καὶ κάτι ποὔχουμε μὲς τὴν καρδιὰ
καὶ λάμπει ἀθώρητο σὰν ἥλιου ἀχτίνα
καὶ κράζει μέσα μας: Ἐμπρὸς παιδιά!
ΑΛΑΜΑΝΕΣ ΒΑΛΤΕΤΣΙΑ
Αλαμάνες, Βαλτέτσια, Δερβενάκι αγκαλιάζω
και ριχτός προσκυνώ
κι όλη εκείνη τη δόξα μεθυσμένος θαυμάζω
και να κλαίω αρχινώ.
Τιμημένα τοπία κι ως της θάλασσας μέρη
και σημεία τρανά
που μ' αγώνων θυσίες και με νίκης τ' αγέρι
τ' όραμά σας πλανά!
ΓΙΑ ΤΗ ΓΛΥΚΕΙΑ ΕΛΛΑΔΑ
Για σε γλυκιά Ελλάδα, που τόσον αγαπώ,
τα χείλη μου θα ψάλλουν τραγούδι χαρωπό.
Κι η γη του παραδείσου μου είναι ερημιά,
τη χάρη τη δική σου δεν έχει γη καμιά.
Τ' αγέρι, τα νερά σου, τα πράσινα βουνά,
τα τόσα θέλγητρά σου δε βρίσκω πουθενά.
παντού πετάς εμπρός μου, χαρά μου, μυστική
βασίλισσα του κόσμου, Ελλάδα μου γλυκιά.
ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ
Στα πολύ παλιά τα χρόνια,
ο Χριστός πριν γεννηθεί,
η Παναγιά στην εκκλησία
πήγε να προσευχηθεί.
Ξάφνου φάνηκε μπροστά της
ένας άγγελος λαμπρός
που βαστούσε ολάσπρο κρίνο
και σκορπούσε γύρω φως.
Και τρομάζει η Παναγίτσα,
πέφτει ευθύς γονατιστή
και θαμπώνει από το φως του
και τα μάτια της τα κλει.
'Μη φοβάσαι', της μιλάει,
'εδώ μ΄ έστειλε ο Θεός!
Κείνος πάντα σ΄ ευλογάει,
και σου είναι βοηθός!
Άκουσε το θέλημά Του
το τρανό το ξακουστό :
Ένας χρόνος πριν περάσει
θα γεννήσεις το Χριστό.'
Μόλις είπε αυτά τα λόγια
χάθηκε στον ουρανό
κι η καλή η Παναγίτσα
φχαριστάει το Θεό.
Η ΓΕΝΙΑ ΤΟΥ ΕΙΚΟΣΙΕΝΑ
Γλυκοχαράζει η χαραυγή
και λάμπει ο ουρανός κι η γη.
Λάμπουν και βροντούν κανόνια
και γλυκοκελαηδούν τα΄αηδόνια.
Λάμπουν τουφέκια και βροντούν
και Λευτεριά παντού σκορπούν.
Λάμπει και η λεβεντογέννα
η γενιά του Εικοσιένα.
ΗΡΩΑΣ
Μη με βλέπετε μικρό
έχω φλόγα στην καρδιά
κι αγαπώ πολύ πολύ
την Πατρίδα τη γλυκιά.
Ήρωας στ΄ αληθινά
κάποια μέρα θα γενώ
κι αν η Ελλάδα χρειασθεί
τ΄ άρματα θε να ζωστώ.
25Η ΜΑΡΤΙΟΥ
Άγια μέρα ευλογημένη
σ' έχω πάντα στην καρδιά
και σε νιώθω,σε θωρώ
φως γεμάτη κι ομορφιά.
Σε δοξάζω, σε θυμάμαι
και φωνάζω με χαρά
Η Ελλάδα θα ζει παντοτινά.
ΚΡΥΦΟ ΣΧΟΛΕΙΟ
Απ' το χωριό γλιστρούσαν σαν ίσκιοι στο σκοτάδι
και στο ξωκλήσι πέρα μαζεύονταν το βράδυ.
Μαντάλωναν τη θύρα με κάθε προσοχή,
σταυρώνανε τα χέρια σε μία προσευχή.
Κι ο δάσκαλος - ιερέας, τους μαθητές του ευλογά,
που 'τρεμε η καρδιά τους, σαν του κεριού τη φλόγα,
πριν την παράδοσή του αρχίσει του σκολειού
κάτω απ' το φως το λίγο, τ' ωχρό του καντηλιού.
Και στο παλιό ξωκλήσι, μανταλωμένοι ώρες
ξεχνούσαν της σκλαβιάς τους, τις άραχλες τις μπόρες.
Και γράμματα μαθαίναν μαζί με προσευχές
κι ατσάλωναν με πίστη τις άγιες τους ψυχές.
Μάθαιναν να αγαπούν τη μάνα τους πατρίδα,
το αίμα τους να δίνουν ως την στερνή ρανίδα
να μην σκιαχτούν ποτέ τους τ' ανήμερα θεριά
και στην γλυκιάν Ελλάδα να δώσουν λευτεριά.
Και πίστεψαν στη νίκη και γίνανε λιοντάρια
και πάλεψαν σα δράκοι τ' ανδρεία παλικάρια!!
Δε σκιάχτηκαν ποτέ τους τ' ανήμερα θεριά
και στην γλυκιάν Ελλάδα χαρίσαν λευτεριά,
γιατ' είχανε πιστέψει απ' τη στιγμή την πρώτη
μες στο κρυφό σχολειό τους και στη χρυσή τη νιότη
'Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή,
παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή.'
ΥΜΝΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ 25η ΜΑΡΤΙΟΥ
Αντιλαλούν στις ρεματιές
τα κλέφτικα τραγούδια
κι η Λευτεριά έχει στολιστεί
μ' αμάραντα λουλούδια.
Λουλούδια που ανθίσανε
στη ματωμένη γη
και βάλσαμο σκορπίσανε
σε κάθε μια πληγή.
Στη Λαύρα γαλανόλευκες
στην Τρίπολη παιάνες,
στο Σούλι και στα Γιάννενα
του λυτρωμού καμπάνες.
Στη Ρούμελη, στα Λάβαρα
και μέχρι το Μοριά,
ένα τραγούδι ακούγεται:
Ω, χαίρε Λευτεριά!
Είναι άγια τούτη η μέρα
και φλογίζει τον αέρα,
μια ολόθερμη αχτίδα,
η Θρησκεία κι η Πατρίδα.
Μέρα Ευαγγελισμού,
άγια μέρα Λυτρωμού
σκόρπισες στη γη χαρά,
Χαίρε, χαίρε Λευτεριά.
ΧΑΙΡΕ ΕΛΛΑΔΑ ΔΟΞΑΣΜΕΝΗ
Χαίρε Ελλάδα δοξασμένη,
φως, ελπίδα και χαρά,
ζήσε πάντα αντρειωμένη
με τιμή και λευτεριά.
Χρόνια τώρα με λαχτάρα
σε θαυμάζουν οι λαοί
και προφέρουν με τρομάρα
τ' όνομά σου οι εχθροί.
Από το Εικοσιένα
σαν αστέρι της αυγής
λάμψη στέλνεις ολοένα
ως τα πέρατα της γης.
Σαν αιώνια και μεγάλη,
σαν πατρίδα των θεών,
λάμψε, φώτισε και πάλι
με το φως τόσων σοφών.
Χαίρε αθάνατη Παρθένα,
Χαίρε κόρη λυγερή,
που με μάτια φλογισμένα
μας μιλάς με την ψυχή.
Κι είσαι λαμπροφορεμένη
με τσαπράζια και φλωριά,
κι είσαι πάντα στολισμένη
με της Νίκης τα φτερά.
Τί εἶναι ἡ πατρίδα μας
Τί εἶναι ἡ πατρίδα μας; Μὴν εἶν' οἱ κάμποι;
Μὴν εἶναι τ’ ἄσπαρτα ψηλὰ βουνά;
Μὴν εἶναι ὁ ἥλιος της, ποὺ χρυσολάμπει;
Μὴν εἶναι τ’ ἄστρα της τὰ φωτεινά;
Μὴν εἶναι κάθε της ρηχὸ ἀκρογιάλι
καὶ κάθε χώρα της μὲ τὰ χωριά;
κάθε νησάκι της ποὺ ἀχνὰ προβάλλει,
κάθε της θάλασσα, κάθε στεριά;
Μὴν εἶναι τάχατε τὰ ἐρειπωμένα
ἀρχαία μνημεία της χρυσὴ στολὴ
ποὺ ἡ τέχνη ἐφόρεσε καὶ τὸ καθένα
μιὰ δόξα ἀθάνατη ἀντιλαλεῖ;
Ὅλα πατρίδα μας! Κι αὐτὰ κι ἐκεῖνα,
καὶ κάτι ποὔχουμε μὲς τὴν καρδιὰ
καὶ λάμπει ἀθώρητο σὰν ἥλιου ἀχτίνα
καὶ κράζει μέσα μας: Ἐμπρὸς παιδιά!
25η Μαρτίου
Βροντά κι η πλάση σήμερα χαρούμενη ξυπνά
φουσκώνουνε τα πέλαγα, ψηλώνουν τα βουνά.
Παντού τραγούδια και χαρές σε πόλεις και χωριά
Εικοσιπέντε του Μαρτιού. Γιορτάζ’ η Λευτεριά.
Ξυπνούνε τα Καλάβρυτα, το χάνι της Γραβιάς,
τα καριοφίλια ανοίγουνε τον τάφο της σκλαβιάς.
Κρήτη, Μοριάς και Ρούμελη και Σούλι και Ψαρά
Γιορτάστε τη, τη Λεβεντιά ακόμα μια φορά.
Στην Αλαμάνα σήμερα ο Διάκος πάλι ορθός
και ξαναστήθη απ’ την αρχή στο Ζάλογγο χορός.
Στα Δερβενάκια γίγαντας ο Γέρος του Μοριά.
Χαρείτε το! Φωνάξτε το! ΖΗΤΩ! η Λευτεριά!
25η Μαρτίου
Και φτάσε ως τους αλύτρωτους
καβάλα στ’ όνειρό σου.
Σαν άστρο φανερώσου
σιμά τους, να χαρούν.
Ελλάδα είσαι στα μάτια μας
των άξιων η Μητέρα.
Παιάνες πέρα ως πέρα
και δάφνης θεία κλαδιά
ο Εικοσιένα! Εικόνισμα
που θ’ ακουμπούν τα χείλη
κι εμπρός του ένα καντήλι
θα κάνει λαμπρό, η καρδιά.
25 του Μαρτιού
25 του Μαρτιού
γραμμένη στα ουράνια
γι’ αυτό κι εγώ στολίστηκα
με τόση περηφάνια.
Και φόρεσα της λευτεριάς
τα ρούχα τα γραμμένα
σημάδια της ελευθεριάς
καθάρια τιμημένα.
Πάνω σε ράχες σκάλωσα
με χιόνια και με κρύα
ζητώντας την ελευθεριά
για τη γλυκιά Πατρίδα.
Η θυσία του Ζαλόγγου
Εσείς βουνά, ψηλά βουνά
και ράχες του Ζαλόγγου,
εσείς πού ακούσατε ξανά
τραγούδια ηρωικά;
Σουλιώτισσες γυναίκες
αντρείες και γενναίες
τα βράχια προτιμήσατε
και δάφνες μας αφήσατε.
Ο τρανός χορός μοιάζει
με του κύκνου το τραγούδι.
τη ζωή για την Πατρίδα
κόψατε σαν το λουλούδι.
Η τούρκικη σκλαβιά
Χρόνια πολλά εκράτησε
η τούρκικη σκλαβιά
και η Ελλάδα βάσταξε
την καρδούλα της σφιχτά.
Ώσπου μια μέρα λαμπερή
σαν τη σημερινή γιορτή
σηκώθηκε αντρειωμένη
νικήτρια στεφανωμένη.
ΑΛΑΜΑΝΕΣ ΒΑΛΤΕΤΣΙΑ
και ριχτός προσκυνώ
κι όλη εκείνη τη δόξα μεθυσμένος θαυμάζω
και να κλαίω αρχινώ.
Τιμημένα τοπία κι ως της θάλασσας μέρη
και σημεία τρανά
που μ' αγώνων θυσίες και με νίκης τ' αγέρι
τ' όραμά σας πλανά!
ΓΙΑ ΤΗ ΓΛΥΚΕΙΑ ΕΛΛΑΔΑ
Για σε γλυκιά Ελλάδα, που τόσον αγαπώ,
τα χείλη μου θα ψάλλουν τραγούδι χαρωπό.
Κι η γη του παραδείσου μου είναι ερημιά,
τη χάρη τη δική σου δεν έχει γη καμιά.
Τ' αγέρι, τα νερά σου, τα πράσινα βουνά,
τα τόσα θέλγητρά σου δε βρίσκω πουθενά.
παντού πετάς εμπρός μου, χαρά μου, μυστική
βασίλισσα του κόσμου, Ελλάδα μου γλυκιά.
ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ
Στα πολύ παλιά τα χρόνια,
ο Χριστός πριν γεννηθεί,
η Παναγιά στην εκκλησία
πήγε να προσευχηθεί.
Ξάφνου φάνηκε μπροστά της
ένας άγγελος λαμπρός
που βαστούσε ολάσπρο κρίνο
και σκορπούσε γύρω φως.
Και τρομάζει η Παναγίτσα,
πέφτει ευθύς γονατιστή
και θαμπώνει από το φως του
και τα μάτια της τα κλει.
'Μη φοβάσαι', της μιλάει,
'εδώ μ΄ έστειλε ο Θεός!
Κείνος πάντα σ΄ ευλογάει,
και σου είναι βοηθός!
Άκουσε το θέλημά Του
το τρανό το ξακουστό :
Ένας χρόνος πριν περάσει
θα γεννήσεις το Χριστό.'
Μόλις είπε αυτά τα λόγια
χάθηκε στον ουρανό
κι η καλή η Παναγίτσα
φχαριστάει το Θεό.
Η ΓΕΝΙΑ ΤΟΥ ΕΙΚΟΣΙΕΝΑ
Γλυκοχαράζει η χαραυγή
και λάμπει ο ουρανός κι η γη.
Λάμπουν και βροντούν κανόνια
και γλυκοκελαηδούν τα΄αηδόνια.
Λάμπουν τουφέκια και βροντούν
και Λευτεριά παντού σκορπούν.
Λάμπει και η λεβεντογέννα
η γενιά του Εικοσιένα.
ΗΡΩΑΣ
Μη με βλέπετε μικρό
έχω φλόγα στην καρδιά
κι αγαπώ πολύ πολύ
την Πατρίδα τη γλυκιά.
Ήρωας στ΄ αληθινά
κάποια μέρα θα γενώ
κι αν η Ελλάδα χρειασθεί
τ΄ άρματα θε να ζωστώ.
25Η ΜΑΡΤΙΟΥ
Άγια μέρα ευλογημένη
σ' έχω πάντα στην καρδιά
και σε νιώθω,σε θωρώ
φως γεμάτη κι ομορφιά.
Σε δοξάζω, σε θυμάμαι
και φωνάζω με χαρά
Η Ελλάδα θα ζει παντοτινά.
ΚΡΥΦΟ ΣΧΟΛΕΙΟ
Απ' το χωριό γλιστρούσαν σαν ίσκιοι στο σκοτάδι
και στο ξωκλήσι πέρα μαζεύονταν το βράδυ.
Μαντάλωναν τη θύρα με κάθε προσοχή,
σταυρώνανε τα χέρια σε μία προσευχή.
Κι ο δάσκαλος - ιερέας, τους μαθητές του ευλογά,
που 'τρεμε η καρδιά τους, σαν του κεριού τη φλόγα,
πριν την παράδοσή του αρχίσει του σκολειού
κάτω απ' το φως το λίγο, τ' ωχρό του καντηλιού.
Και στο παλιό ξωκλήσι, μανταλωμένοι ώρες
ξεχνούσαν της σκλαβιάς τους, τις άραχλες τις μπόρες.
Και γράμματα μαθαίναν μαζί με προσευχές
κι ατσάλωναν με πίστη τις άγιες τους ψυχές.
Μάθαιναν να αγαπούν τη μάνα τους πατρίδα,
το αίμα τους να δίνουν ως την στερνή ρανίδα
να μην σκιαχτούν ποτέ τους τ' ανήμερα θεριά
και στην γλυκιάν Ελλάδα να δώσουν λευτεριά.
Και πίστεψαν στη νίκη και γίνανε λιοντάρια
και πάλεψαν σα δράκοι τ' ανδρεία παλικάρια!!
Δε σκιάχτηκαν ποτέ τους τ' ανήμερα θεριά
και στην γλυκιάν Ελλάδα χαρίσαν λευτεριά,
γιατ' είχανε πιστέψει απ' τη στιγμή την πρώτη
μες στο κρυφό σχολειό τους και στη χρυσή τη νιότη
'Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή,
παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή.'
Ο ΛΕΒΕΝΤΗΣ
΄Ενας λεβέντης περπατεί
και τρέμει η γη όπου πατεί.
Φεσάκι κόκκινο φορεί
και φουστανέλα γιορτερή.
Κρατεί ντουφέκι στο πλευρό
και το μουστάκι έχει στριφτό.
Με στήθι ολάνοιχτο φαρδύ
περνά και ψιλοτραγουδεί,
την ΄Ανοιξη,τη Λευτεριά,
την νιότη και τη λεβεντιά.
Ο ΝΕΟΣΥΛΛΕΚΤΟΣ
Δώσ' μου μανούλα μιαν ευχή
κι έλα να σε φιλήσω
μισεύω αύριο ταχύ
και πάω να πολεμήσω.
Φέρ' του πατέρα το σπαθί
που κρέμεται κει πάνω,
η μέση μου να το ζωστεί,
μαζί του να πεθάνω.
Θα πάμε όλα τα παιδιά
όλα με μια ελπίδα,
γιατί έχουμε όλα μια καρδιά
και όλα μια πατρίδα.
Ο ΧΟΡΟΣ ΜΟΥ
Άσπρη φουστανέλλα,φέσι,
θα ντυθώ γιατί μ' αρέσει
και θα μπω και θα χορέψω
τα τσαρούχια μου να ρέψω.
Θα μου παίξουν τα κλαρίνα
τα παιδιά απ' τη Σαμαρίνα.
Θα μου τραγουδούν και οι φίλοι
Καλαματιανό μαντήλι.
Κλέφτικο χορό θα πιάσω
ίσαμε που ν' αποστάσω.
Οι γιαγιάδες να ξεπορτίσουν
και οι παππούδες να δακρύσουν.
Του Παράδεισου τις πόρτες
να συντρίψουν οι Σουλιώτες
και οι Σουλιώτισσες να 'ρθούνε
πρώτες στο χορό να μπούνε.
Και να τους κρατήσει χέρι
ο Αντρούτσος το ξεφτέρι.
Να στηθεί χορός γαϊτάνι
απ' το Ζάλογγο ως το Χάνι...
ΣΤΑ ΤΡΙΚΟΡΦΑ
Στα Τρίκορφα μες στην κορφή
Κολοκοτρώνης πολεμεί,
μες στα Τρίκορφα στη ράχη
πάει το αίμα σαν αυλάκι.
Κολοκοτρώνης φώναξε
κι όλος ο κόσμος τρόμαξε.
Του Νικηταρά φωνάζει
και τους Τούρκους όλους σκιάζει.
Πού 'σαι μωρέ Νικηταρά,
που 'χουν τα πόδια σου φτερά,
μες στους κάμπους πώς κοιμάσαι
και τους Τούρκους δε φοβάσαι;
Βάζεις τους Τούρκους εμπροστά
σαν το χασάπη τα τραγιά,
Καπετάνιε μας λεβέντη,
που όλη η Τουρκιά σε τρέμει.
ΤΟ ΕΥΖΩΝΑΚΙ
Είμαι ένα ευζωνάκι
δείτε τι καλά φορώ
άσπρη ωραία φουστανέλα
και σπαθί αστραφτερό.
Κόκκινο μικρό φεσάκι
με μια φούντα μακριά
και την ξακουστή στον κόσμο
των Ελλήνων τσαρουχιά.
Είναι ο τσολιάς φωνάζουν
ζήτω και χειροκροτούν
γιατί ξέρουν πως το φως τους
στην Ελλάδα το χρωστούν.
ΤΟ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ
Κάστρα πολλά πολέμησαν και δώσαν τα κλειδιά τους
το Μεσολόγγι το κακό, το Μεσολόγγι τ' άξιο
δεν παραδίνει τα κλειδιά, πασά δεν προσκυνάει
κι ας λιγοστεύει το ψωμί, κι ας σώνεται το αλεύρι.
Μέρα και νύχτα πόλεμο, μ' εννιά χιλιάδες Τούρκους.
Πέφτουν ντουφέκια σαν βροχή και μπόμπες σαν χαλάζι
κι από την ντάπια του ο Μακρής τα παλικάρια κράζει:
-Παιδιά, βαστάτε τ' άρματα, βαστάτε το ντουφέκι,
γιατί βοήθεια πλάκωσε, στεριάς και του πελάου,
ο Καραϊσκάκης της στεριάς κι οι Υδραίοι του πελάου.
Ούτε βοήθεια φάνηκε κι ούτε βοήθεια φτάνει.
Και σώθηκε όλο το ψωμί και σώθηκε το αλεύρι...
Μαύρο γιουρούσι κάνανε τη νύχτα του Λαζάρου...
Οι Τούρκοι τους καρτέραγαν κρυμμένοι στα χαντάκια.
Σκοτώσαν γυναικόπαιδα, χαλάσαν το γεφύρι
και λιγοστοί τους ξέφυγαν στο αίμα κολυμπώντας.
΄Ενας λεβέντης περπατεί
και τρέμει η γη όπου πατεί.
Φεσάκι κόκκινο φορεί
και φουστανέλα γιορτερή.
Κρατεί ντουφέκι στο πλευρό
και το μουστάκι έχει στριφτό.
Με στήθι ολάνοιχτο φαρδύ
περνά και ψιλοτραγουδεί,
την ΄Ανοιξη,τη Λευτεριά,
την νιότη και τη λεβεντιά.
Ο ΝΕΟΣΥΛΛΕΚΤΟΣ
Δώσ' μου μανούλα μιαν ευχή
κι έλα να σε φιλήσω
μισεύω αύριο ταχύ
και πάω να πολεμήσω.
Φέρ' του πατέρα το σπαθί
που κρέμεται κει πάνω,
η μέση μου να το ζωστεί,
μαζί του να πεθάνω.
Θα πάμε όλα τα παιδιά
όλα με μια ελπίδα,
γιατί έχουμε όλα μια καρδιά
και όλα μια πατρίδα.
Ο ΧΟΡΟΣ ΜΟΥ
Άσπρη φουστανέλλα,φέσι,
θα ντυθώ γιατί μ' αρέσει
και θα μπω και θα χορέψω
τα τσαρούχια μου να ρέψω.
Θα μου παίξουν τα κλαρίνα
τα παιδιά απ' τη Σαμαρίνα.
Θα μου τραγουδούν και οι φίλοι
Καλαματιανό μαντήλι.
Κλέφτικο χορό θα πιάσω
ίσαμε που ν' αποστάσω.
Οι γιαγιάδες να ξεπορτίσουν
και οι παππούδες να δακρύσουν.
Του Παράδεισου τις πόρτες
να συντρίψουν οι Σουλιώτες
και οι Σουλιώτισσες να 'ρθούνε
πρώτες στο χορό να μπούνε.
Και να τους κρατήσει χέρι
ο Αντρούτσος το ξεφτέρι.
Να στηθεί χορός γαϊτάνι
απ' το Ζάλογγο ως το Χάνι...
ΣΤΑ ΤΡΙΚΟΡΦΑ
Στα Τρίκορφα μες στην κορφή
Κολοκοτρώνης πολεμεί,
μες στα Τρίκορφα στη ράχη
πάει το αίμα σαν αυλάκι.
Κολοκοτρώνης φώναξε
κι όλος ο κόσμος τρόμαξε.
Του Νικηταρά φωνάζει
και τους Τούρκους όλους σκιάζει.
Πού 'σαι μωρέ Νικηταρά,
που 'χουν τα πόδια σου φτερά,
μες στους κάμπους πώς κοιμάσαι
και τους Τούρκους δε φοβάσαι;
Βάζεις τους Τούρκους εμπροστά
σαν το χασάπη τα τραγιά,
Καπετάνιε μας λεβέντη,
που όλη η Τουρκιά σε τρέμει.
ΤΟ ΕΥΖΩΝΑΚΙ
Είμαι ένα ευζωνάκι
δείτε τι καλά φορώ
άσπρη ωραία φουστανέλα
και σπαθί αστραφτερό.
Κόκκινο μικρό φεσάκι
με μια φούντα μακριά
και την ξακουστή στον κόσμο
των Ελλήνων τσαρουχιά.
Είναι ο τσολιάς φωνάζουν
ζήτω και χειροκροτούν
γιατί ξέρουν πως το φως τους
στην Ελλάδα το χρωστούν.
ΤΟ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ
Κάστρα πολλά πολέμησαν και δώσαν τα κλειδιά τους
το Μεσολόγγι το κακό, το Μεσολόγγι τ' άξιο
δεν παραδίνει τα κλειδιά, πασά δεν προσκυνάει
κι ας λιγοστεύει το ψωμί, κι ας σώνεται το αλεύρι.
Μέρα και νύχτα πόλεμο, μ' εννιά χιλιάδες Τούρκους.
Πέφτουν ντουφέκια σαν βροχή και μπόμπες σαν χαλάζι
κι από την ντάπια του ο Μακρής τα παλικάρια κράζει:
-Παιδιά, βαστάτε τ' άρματα, βαστάτε το ντουφέκι,
γιατί βοήθεια πλάκωσε, στεριάς και του πελάου,
ο Καραϊσκάκης της στεριάς κι οι Υδραίοι του πελάου.
Ούτε βοήθεια φάνηκε κι ούτε βοήθεια φτάνει.
Και σώθηκε όλο το ψωμί και σώθηκε το αλεύρι...
Μαύρο γιουρούσι κάνανε τη νύχτα του Λαζάρου...
Οι Τούρκοι τους καρτέραγαν κρυμμένοι στα χαντάκια.
Σκοτώσαν γυναικόπαιδα, χαλάσαν το γεφύρι
και λιγοστοί τους ξέφυγαν στο αίμα κολυμπώντας.
ΦΕΓΓΑΡΑΚΙ
Φεγγαράκι μου λαμπρό
φέγγε μου να περπατώ,
να πηγαίνω στο σχολειό,
να μαθαίνω γράμματα,
γράμματα σπουδάματα
του Θεού τα πράματα.
Φεγγαράκι μου λαμπρό
το σπαθί μου τ' αλαφρό,
φέγγε μου σαν το κρατώ,
σαν αϊτός να πεταχτώ,
στην Πατρίδα τη χαρά
να χαρίσω Λευτεριά.
Φεγγαράκι μου λαμπρό
φέγγε μου να περπατώ,
να πηγαίνω στο σχολειό,
να μαθαίνω γράμματα,
γράμματα σπουδάματα
του Θεού τα πράματα.
Φεγγαράκι μου λαμπρό
το σπαθί μου τ' αλαφρό,
φέγγε μου σαν το κρατώ,
σαν αϊτός να πεταχτώ,
στην Πατρίδα τη χαρά
να χαρίσω Λευτεριά.
ΥΜΝΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ 25η ΜΑΡΤΙΟΥ
Αντιλαλούν στις ρεματιές
τα κλέφτικα τραγούδια
κι η Λευτεριά έχει στολιστεί
μ' αμάραντα λουλούδια.
Λουλούδια που ανθίσανε
στη ματωμένη γη
και βάλσαμο σκορπίσανε
σε κάθε μια πληγή.
Στη Λαύρα γαλανόλευκες
στην Τρίπολη παιάνες,
στο Σούλι και στα Γιάννενα
του λυτρωμού καμπάνες.
Στη Ρούμελη, στα Λάβαρα
και μέχρι το Μοριά,
ένα τραγούδι ακούγεται:
Ω, χαίρε Λευτεριά!
Είναι άγια τούτη η μέρα
και φλογίζει τον αέρα,
μια ολόθερμη αχτίδα,
η Θρησκεία κι η Πατρίδα.
Μέρα Ευαγγελισμού,
άγια μέρα Λυτρωμού
σκόρπισες στη γη χαρά,
Χαίρε, χαίρε Λευτεριά.
ΧΑΙΡΕ ΕΛΛΑΔΑ ΔΟΞΑΣΜΕΝΗ
Χαίρε Ελλάδα δοξασμένη,
φως, ελπίδα και χαρά,
ζήσε πάντα αντρειωμένη
με τιμή και λευτεριά.
Χρόνια τώρα με λαχτάρα
σε θαυμάζουν οι λαοί
και προφέρουν με τρομάρα
τ' όνομά σου οι εχθροί.
Από το Εικοσιένα
σαν αστέρι της αυγής
λάμψη στέλνεις ολοένα
ως τα πέρατα της γης.
Σαν αιώνια και μεγάλη,
σαν πατρίδα των θεών,
λάμψε, φώτισε και πάλι
με το φως τόσων σοφών.
Χαίρε αθάνατη Παρθένα,
Χαίρε κόρη λυγερή,
που με μάτια φλογισμένα
μας μιλάς με την ψυχή.
Κι είσαι λαμπροφορεμένη
με τσαπράζια και φλωριά,
κι είσαι πάντα στολισμένη
με της Νίκης τα φτερά.
Ελεύθεροι Πολιορκημένοι
1. Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει
Λαλεί πουλί, παίρνει σπειρί, κ' η μάνα το ζηλεύει.
Τα μάτια η πείνα εμαύρισε στα μάτια η μάνα μνέει
Στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα, και κλαίει:
"Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ' έχω 'γω στο χέρι;
Οπού συ μούγινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει."
2. Ο Απρίλης με τον Έρωτα χορεύουν και γελούνε
κι οσ' άνθια βγαίνουν και καρποί τόσ' άρματα σε κλειούνε.
Και μες τη θάλασσα βαθιά ξαναπετιέται πάλι,
Κι' ολόλευκο εσύσμιξε με τ' ουρανού τα κάλλη.
3. Και μες της λίμνης τα νερά, οπ' έφθασε μ' ασπούδα
Έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα,
Που ευώδιασε τον ύπνο της μέσα στον άγριο κρίνο
Το σκουληκάκι βρίσκεται σ' ώρα γλυκιά κ' εκείνο.
4. Μάγεμα η φύσις κι' όνειρο στην ομορφιά και χάρη,
Η μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι
Με χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κρένει:
Όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει.
ΣΟΛΩΜΟΣ Δ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου