Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2011

Η φίλη μου ο Ντόλυ.

Πριν από πολύ καιρό, γεννήθηκε ένα κοριτσάκι που από μωρό ήταν πολύ όμορφο κι επειδή ο μπαμπάς του είχε ζήσει χρόνια στην Αμερική το έβγαλε, Ντόλυ ─ δηλαδή, «Κουκλάκι». Το κοριτσάκι αυτό, όσο μεγάλωνε γινόταν όλο και πιο όμορφο, αλλά και όλο και πιο καλό και έξυπνο. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά είχε γεννηθεί και με ένα φοβερό χάρισμα: μπορούσε να στέλνει τη σκέψη της στους ανθρώπους και να την ακούνε οι άλλοι μέσα στο κεφάλι τους σαν να τους μιλάει με τηλέφωνο. Την πρώτη φορά που το κοριτσάκι το κατάλαβε αυτό, τρόμαξε! Να τι έγινε:  Εκεί που έπαιζε, μια μέρα,  με τις κούκλες της, ξαφνικά σκέφτηκε ότι διψάει. Κι ενώ δεν είχε πει λέξη γι’ αυτό άκουσε τη μαμά της να της λέει, «να σου φέρω νεράκι, μωρό μου;» και την είδε να σηκώνεται και να της φέρνει νερό από την κουζίνα!
PHOTO (9.1a)
Εκείνη την εποχή που η Ντόλυ ήταν μικρή, ήταν η εποχή που είχα μια εκπομπή στην τηλεόραση και είχε για τίτλο το παρατσούκλι μου: «Ο Παραμυθάς». Η μικρή Ντόλυ καθόταν κάθε εβδομάδα, την ίδια ώρα και μέρα, μπροστά στην τηλεόραση για να βλέπει τις ιστορίες μου. Και κάθε φορά προσπαθούσε να μου στέλνει τη σκέψη της, λέγοντας μέσα της: «θέλω να σε δω Παραμυθά, θέλω να σε δω». Αλλά, βλέπετε, η εκπομπή δεν γινόταν ζωντανά εκείνη τη στιγμή που την έβλεπε η Ντόλυ, γιατί την ετοιμάζαμε μέρες πριν, κι έτσι δεν μπορούσα «ν’ ακούσω» τη σκέψη της.
Επειδή, όμως, στη ζωή υπάρχει περισσότερη φαντασία από οπουδήποτε αλλού, κάποτε ήρθαν έτσι τα πράγματα, που άκουσα τη φωνή της Ντόλυ στο κεφάλι μου. Και να πώς έγινε. Εκεί που όλα πήγαιναν μια χαρά στη ζωή του μικρού κοριτσιού και δεν θα είχε κανένα πρόβλημα, ήρθε να μείνει στο διπλανό σπίτι μια κακιά μάγισσα, τόσο κακιά που δεν την έκανε παρέα κανείς. Η κακιά μάγισσα ζήλευε τόσο πολύ την Ντόλυ που τις νύχτες δεν μπορούσε να κοιμηθεί από το κακό της. Έτσι, αποφάσισε να χρησιμοποιήσει όλα τα μαγικά της για να μην την βλέπει πια. Ένα βράδυ που όλοι κοιμόντουσαν στο σπίτι της Ντόλυ, μπήκε κρυφά από το παράθυρο, πλησίασε το κρεβάτι του μικρού κοριτσιού κι άρχισε τα μαγικά της… Μουρμούριζε, μουρμούριζε, μουρμούριζε κάτι ακαταλαβίστικα και ξαφνικά… βρουουουμμμ… Η Ντόλυ έγινε ένα ωραίο άσπρο άλογο. Αμέσως, πήδηξε από το παράθυρο και χάθηκε καλπάζοντας μέσα στη νύχτα… Μάταια οι γονείς της Ντόλυ έψαξαν την άλλη μέρα απελπισμένοι παντού για να τη βρουν. Τα κοριτσάκι είχε εξαφανιστεί για τα καλά. Όμως -όπως ξέρουμε εμείς- η Ντόλυ δεν είχε εξαφανιστεί, αλλά απλώς είχε γίνει ένα ωραίο άσπρο άλογο που κάλπαζε όλη τη νύχτα χωρίς να μπορεί να καταλάβει τι της συνέβη. Έκλαιγε, έκλαιγε κι έτρεχε καλπάζοντας, μέχρι που όταν άρχισε να ξημερώνει, βρέθηκε σε ένα ωραίο μεγάλο χτήμα, που έμοιαζε σαν αμερικάνικο ράντσο, βγαλμένο από καουμπόικη ταινία.  Το κτήμα αυτό το είχε κάποιος που είχε ζήσει κι εκείνος στην Αμερική και γι’ αυτό το είχε φτιάξει έτσι που να μοιάζει με ράντσο, και του άρεσε να ντύνεται όλο το χρόνο σαν cow boy, γι’ αυτό κι όλοι τον φώναζαν, «ο Μήτσος, ο καουμπόης». Ο Μήτσος ζούσε ολομόναχος του σ’ ολόκληρο το κτήμα του, γι’ αυτό κι όταν είδε την Ντόλυ να περνάει τον φράχτη και να τον πλησιάζει, ξετρελάθηκε από τη χαρά του.
M+D
Όταν πλησίασε το άλογο,  ο Μήτσος το κοίταξε προσεκτικά και μουρμούρισε: «Κορίτσι είναι. Άραγε τι όνομα να της δώσω…»
«Ντόλυ», σκέφτηκε η Ντόλυ που τον άκουσε και που παρ’ όλο που είχε γίνει άλογο καταλάβαινε την ανθρώπινη γλώσσα. Και επειδή δεν είχε χάσει και την ικανότητά της να μεταδίδει τη σκέψη της στους άλλους, ο Μήτσος ο καουμπόη, είπε, «Ντόλυ θα την βγάλω», νομίζοντας ότι σκέφτηκε μόνος του το όνομα.
Έτσι η Ντόλυ έμεινε μαζί με τον Μήτσο τον καουμπόη μέχρι να δει πώς θα μπορέσει να ξαναγίνει το ωραίο κοριτσάκι που ήταν πριν. Έκανε προσπάθειες να δώσει στον Μήτσο τον καουμπόη να καταλάβει ότι είναι κοριτσάκι, αλλά κάθε φορά που σκεφτόταν, «είμαι κορίτσι», ο Μήτσος ο καουμπόης έλεγε, «αχ να ‘χα ένα κοριτσάκι» νομίζοντας ότι αυτό το σκέφτηκε ο ίδιος.Οι μέρες περνούσαν και ο καημένος ο Μήτσος, που ήταν καλός άνθρωπος, έβλεπε την Ντόλυ να κάθεται στενοχωρημένη στα σκαλοπάτια του σπιτιού του και δεν έκανε καμιά προσπάθεια να της βάλει σέλλα για να ανέβει επάνω της  και ν’ αρχίσει να τη βάζει να τον πηγαίνει εδώ κι εκεί και να του κάνει διάφορες δουλειές. Έτσι, περνούσε ο καιρός, χωρίς να καταφέρνει ο Μήτσος να φτιάξει το κέφι της Ντόλυ και να τη βάλει να δουλέψει.
PHOTO (9.2b)
Ένα απόγευμα, έτυχε να περνάω πετώντας πάνω από το κτήμα του Μήτσου του καουμπόη, όταν άκουσα μια φωνή μέσα στο κεφάλι μου να φωνάζει, «Παραμυθά, Παραμυθά…» κοιτάζω προς το κάτω και βλέπω ένα ωραίο άσπρο άλογο να έχει ανασηκωθεί στα πίσω πόδια του και να χλιμιντρίζει. Επειδή, όπως ξέρετε, όταν φοράω το μαγικό γιλέκο μου εκτός που μπορώ να πετάω, μπορώ και να μιλάω με τα φυτά, τα ζώα και τα πράγματα, κατάλαβα ότι μου μιλάει το άλογο και κατέβηκα δίπλα του να δω τι θέλει.
«Πώς σε λένε», ρώτησα το άλογο μόλις βρέθηκα δίπλα του.«Ντόλυ», μου λέει. «Αχ, Παραμυθά, δεν ξέρεις πόσο ήθελα να σε δω από κοντά. Κάθε φορά που σε έβλεπα στην τηλεόραση σου έστελνα τη σκέψη μου, αλλά ήσουν ο μόνος που δεν την άκουγες και δεν ερχόσουν».«Άλογο και να βλέπει την εκπομπή μου στην τηλεόραση!» είπα έκπληκτος.
P+D
«Δεν είμαι άλογο, κοριτσάκι είμαι και δεν ξέρω πώς έγινε και άλλαξα».
Εκείνη τη στιγμή πρόσεξα ότι το άλογο δεν ανοιγόκλεινε το στόμα του κι ότι μου έστελνε τις σκέψεις του. Χάιδεψα το αλογάκι στο κεφάλι κι εκείνο βούρκωσε. Και τότε κατάλαβα ότι πρέπει να είχαν κάνει μάγια στο κοριτσάκι και γι’ αυτό είχε γίνει άλογο.
«Πόσο καιρό είσαι έτσι»; ρώτησα ανήσυχος.«Τέσσερις – πέντε μήνες», μου είπε.
«Πρέπει να σε πάω αμέσως στη φίλη μου τη μάγισσα Κλοκλό να σε ξεμαγέψει, γιατί αν είσαι έτσι για επτά μήνες, μετά θα μείνεις άλογο για πάντα.Και πάνω που ετοιμαζόμουν να πάρω τη Ντόλυ και  να φύγω, ακούω πίσω μου μια φωνή.«Ε, ποιος είσαι εσύ και τι θες με το άλογό μου»;
«Είμαι ο Παραμυθάς», του λέω, «κι αυτή δεν είναι άλογο, είναι κοριτσάκι που το έκανε άλογο μια κακιά μάγισσα».«Τι σαχλαμάρες είναι αυτές…» πήγε να πει ο Μήτσος, αλλά εκείνη τη στιγμή η Ντόλυ σκέφτηκε, «αλήθεια σου λέει, Μήτσο, άσε μας να φύγουμε». Ο Μήτσος νόμισε ότι το σκέφτηκε αυτός και είπε: «Κάτι μου λέει μέσα μου, ότι λες αλήθεια. Πηγαίνετε. Αλλά θέλω Ντόλυ όταν γίνεις κοριτσάκι, να ‘ρθεις να με δεις», είπε ο Μήτσος και βούρκωσε, γιατί την είχε αγαπήσει πολύ την Ντόλυ.
ST+D FLYING
Χωρίς να περιμένω άλλο, βούτηξα την Ντόλυ και φύγαμε πετώντας από το κτήμα του Μήτσου του καουμπόη. Ο κόσμος από κάτω, είχε χαζέψει που έβλεπε έναν παππού να πετάει με ένα άσπρο άλογο, αλλά πρέπει να σας πω ότι εμένα μου φαινόταν πολύ ποιητική εικόνα!
Σε λίγο είμαστε στο σπίτι της Κλοκλό. Μόλις της είπα τι συνέβαινε  ακούμπησε το χέρι της πάνω στο κεφάλι του αλόγου, ψιθύρισε κάτι μαγικά λόγια και…  ουάου! Το άλογο εξαφανίστηκε και στη θέση του βρέθηκε ένα πολύ όμορφο κοριτσάκι που κοιταζόταν και δεν πίστευε στα μάτια του!
ST+D+KL
«Σ’ ευχαριστώ Παραμυθά μου, σ’ ευχαριστώ…» μου έλεγε αλλά την έκοψα λέγοντάς της: «Πρέπει να πάμε αμέσως στους γονείς σου γιατί θα είναι πολύ λυπημένοι που σε έχασαν». Ευχαρίστησα την Κλοκλό και φύγαμε αμέσως πετώντας.
Έτσι, η γλυκιά Ντόλυ, ήταν σε λίγο στην αγκαλιά των γονιών της που έκλαιγαν από χαρά που ξαναβρήκαν το κοριτσάκι τους. Η Ντόλυ διηγήθηκε την περιπέτειά της στους γονείς της και τους είπε για τον Μήτσο τον καουμπόη· τι καλά που της είχε φερθεί όταν ήταν αλογάκι, κι ότι του είχε υποσχεθεί όταν γίνει κοριτσάκι να πάει να τον δει. Έτσι την άλλη μέρα, οι γονείς της Ντόλυ την πήγαν στο χτήμα του Μήτσου, που μόλις είδε το κοριτσάκι από μακριά έτρεξε και το άρπαξε στην αγκαλιά του και το έσφιγγε σαν να ήτανε παιδί του.
Αυτή είναι η ιστορία της φίλης μου της Ντόλυ, που από τότε είμαστε δυο καλοί φίλοι έως σήμερα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου